-
1 καταμάρπτω
1 bring down καὶ ποντίαν Θέτιν κατέμαρψεν ἐγκονητί (sc. Πηλεύς, who finally pinned down Thetis despite the many forms she assumed) N. 3.35καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ I. 4.35
fig., in tmesis, swallow up,κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14
-
2 καταμάρπτω
A catch, ; esp. catch, overtake one running away, , cf. 16.598, Pi.N.3.35;κατὰ γαῖ' αὐτόν τέ νιν καὶ.. ἵππους ἔμαρψεν Id.O.6.14
;ἐπεὶ κατὰ γῆρας ἔμαρψεν Od.24.390
;ἄλλον δ' οὐ -έμαρψε δίκη Thgn.207
; κρέσσον ἔσφαλε τέχνα -μάρψας' Pi.I.4(3).35;κατὰ μητέρα πότμος ἔμαρψε IG14.1389i17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταμάρπτω
-
3 καταμάρπτω
κατα-μάρπτω, aor. subj. καταμάρψῃ: overtake.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καταμάρπτω
-
4 καταμάρψαι
καταμάρπτωcatch: aor inf actκαταμάρψαῑ, καταμάρπτωcatch: aor opt act 3rd sg -
5 καταμάρψων
καταμάρπτωcatch: fut part act masc nom sg -
6 καταμάρψωσιν
καταμάρπτωcatch: aor subj act 3rd pl -
7 κατέμαρπτε
καταμάρπτωcatch: imperf ind act 3rd sg -
8 κατέμαρψα
καταμάρπτωcatch: aor ind act 1st sg -
9 κατέμαρψαν
καταμάρπτωcatch: aor ind act 3rd pl -
10 κατέμαρψε
καταμάρπτωcatch: aor ind act 3rd sg -
11 κατέμαρψεν
καταμάρπτωcatch: aor ind act 3rd sg -
12 καταμάρψαισ'
καταμάρψαισα, καταμάρπτωcatch: aor part act fem nom /voc sg (doric aeolic)καταμάρψαισι, καταμάρπτωcatch: aor part act masc /neut dat pl (doric aeolic)καταμάρψαισαι, καταμάρπτωcatch: aor part act fem nom /voc pl (doric aeolic) -
13 καταμάρψη
καταμάρπτωcatch: aor subj mid 2nd sgκαταμάρπτωcatch: aor subj act 3rd sgκαταμάρπτωcatch: fut ind mid 2nd sg -
14 καταμάρψῃ
καταμάρπτωcatch: aor subj mid 2nd sgκαταμάρπτωcatch: aor subj act 3rd sgκαταμάρπτωcatch: fut ind mid 2nd sg -
15 καταμαρφθήναι
-
16 καταμαρφθῆναι
-
17 καταμάρψας
καταμάρψᾱς, καταμάρπτωcatch: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
18 μάρπτω
1 seize, gather δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας (sc. Ἡρακλέης) N. 1.45 ( ἄρουραι) τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δ' αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν (“still legen”, Fränkel, D & P, 540) N. 6.11 frag. μ]αρψεν α[ (supp. Lobel.) P. Oxy. 2446, fr. 23. in tmesis, κατὰ γαἶ αὐτόν ἔμαρψεν (v. καταμάρπτω) O. 6.14 -
19 μάρπτω
Aἔμαρπτον Il.21.489
; [dialect] Ep.μάρπτον Emp.90.1
: [tense] fut.μάρψω Il.15.137
, E. Ion 158 (lyr.): [tense] aor. 1ἔμαρψα Il.22.201
, etc.: [dialect] Ep. forms, [ per.] 3sg. subj.μάρπτῃσι Il.8.405
: [tense] aor. 2 opt. ; inf. μᾰπέειν ib. 231, 304: [ per.] 3sg. [tense] pf. μέμαρπεν ib. 245; part. , A.R.1.756:—[voice] Pass.,μαρπτομένη Call.Dian. 195
:—poet. (chiefly [dialect] Ep.) Verb, take hold of, τινα Il.14.346, etc.: c. gen. partis, catch by..,αὐχένων χερσὶν ὄφιας Pi.N.1.45
;μάρψας ποδός νιν S.Tr. 779
: c. dat. instrum.,χεῖρας ἔμαρπτε σκαιῇ Il.21.489
;φάρμακα χερσίν Emp.23.3
;χερσὶν ἡνίας E.Hipp. 1188
; γαμφηλῇσι δράκοντα Orac. ap. Ar.Eq. 197;χερὶ ἀνθέματος AP6.199
(Antiphil.). —Special usages: in a hostile sense, lay hold of, seize,αὐτίχ' ἕνα μάρψας ἑτάρων Od.10.116
; of sleep,τὸν ὕπνος ἔμαρπτε Il.23.62
;γῆράς τε μέμαρπεν Hes.Sc. 245
, cf. καταμάρπτω ouertake, catch a fugitive,μή με μεταΐξας μάρψῃ ταχέεσσι πόδεσσι Il.21.564
, cf. 22.201, Archil.59; but χθόνα μάρπτε ποδοῖϊν took hold of ground with her feet, Il.14.228; ἕλκεα.., ἅ κεν μάρπτῃσι κεραυνός which the thunderbolt shall inflict (by laying hold), 8.405, 419; μ. σθένος gain strength, of a fallow field, Pi.N.6.11; εἴ σε μάρψει ψῆφος if the votes shall condemn, A.Eu. 597; ἄσκοποι πλάκες ἔμαρψαν the unseen land engulfed him, S.OC 1681 (lyr.); (lyr.);τὰ ὄλβια τῦφος ἔμαρψεν Crates Theb.8
; of death,μάρψεν Ἅιδης Trag.Adesp. 208
; esp. in epitaphs,μάρψασα μοῖρα IG4.620
([place name] Argos), 7.115 ([place name] Megara), cf. 12 (7). 115 ([place name] Amorgos). (From μṛ πτω, cf. βράπτω.)
См. также в других словарях:
καταμάρπτω — (Α) 1. (για τα γερατειά ή τον θάνατο και άλλα δεινά) καταλαμβάνω 2. συλλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μάρπτω «συλλαμβάνω»] … Dictionary of Greek
καταμάρψῃ — καταμάρπτω catch aor subj mid 2nd sg καταμάρπτω catch aor subj act 3rd sg καταμάρπτω catch fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμάρψαι — καταμάρπτω catch aor inf act καταμάρψαῑ , καταμάρπτω catch aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμαρφθῆναι — καταμάρπτω catch aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμάρψων — καταμάρπτω catch fut part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμάρψωσιν — καταμάρπτω catch aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέμαρπτε — καταμάρπτω catch imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέμαρψα — καταμάρπτω catch aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέμαρψαν — καταμάρπτω catch aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέμαρψε — καταμάρπτω catch aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέμαρψεν — καταμάρπτω catch aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)