-
1 καταμαρπτω
догонять(τινά Hom.)
ὅτε μιν κατέμαρπτε διώκων Hom. — когда он, преследуя, настигал его;ἐπεὴ κατὰ γῆρας ἔμαρψεν Hom. — с тех пор, как одолела старость
См. также в других словарях:
καταμάρπτω — (Α) 1. (για τα γερατειά ή τον θάνατο και άλλα δεινά) καταλαμβάνω 2. συλλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μάρπτω «συλλαμβάνω»] … Dictionary of Greek
καταμάρψῃ — καταμάρπτω catch aor subj mid 2nd sg καταμάρπτω catch aor subj act 3rd sg καταμάρπτω catch fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμάρψαι — καταμάρπτω catch aor inf act καταμάρψαῑ , καταμάρπτω catch aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμαρφθῆναι — καταμάρπτω catch aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμάρψων — καταμάρπτω catch fut part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμάρψωσιν — καταμάρπτω catch aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέμαρπτε — καταμάρπτω catch imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέμαρψα — καταμάρπτω catch aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέμαρψαν — καταμάρπτω catch aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέμαρψε — καταμάρπτω catch aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέμαρψεν — καταμάρπτω catch aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)