Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καταμάρπτω

См. также в других словарях:

  • καταμάρπτω — (Α) 1. (για τα γερατειά ή τον θάνατο και άλλα δεινά) καταλαμβάνω 2. συλλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μάρπτω «συλλαμβάνω»] …   Dictionary of Greek

  • καταμάρψῃ — καταμάρπτω catch aor subj mid 2nd sg καταμάρπτω catch aor subj act 3rd sg καταμάρπτω catch fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμάρψαι — καταμάρπτω catch aor inf act καταμάρψαῑ , καταμάρπτω catch aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμαρφθῆναι — καταμάρπτω catch aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμάρψων — καταμάρπτω catch fut part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμάρψωσιν — καταμάρπτω catch aor subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέμαρπτε — καταμάρπτω catch imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέμαρψα — καταμάρπτω catch aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέμαρψαν — καταμάρπτω catch aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέμαρψε — καταμάρπτω catch aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέμαρψεν — καταμάρπτω catch aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»