-
1 καταλαβεύς
A holder, nail, in pl., Hsch., Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλαβεύς
-
2 καταλαβή
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλαβή
См. также в других словарях:
-ιστικός — και ίστικος (ΑΜ ιστικός) παρεκτεταμένη μορφή τής κατάλ. ικός από ονόματα σε ιστής (πρβλ. αγων ιστ ικός < αγων ιστής, υβρ ιστ ικός < υβρ ιστής). Στη συνέχεια η κατάλ. σχημάτισε και παρ. απευθείας από θ. ρημάτων σε ίζω (πρβλ. ονειδ ιστικός… … Dictionary of Greek