-
1 καταλογή
καταλογῆι, καταλογεύςofficer who enrols: masc dat sg (epic ionic)καταλογήenrolment: fem dat sg (attic epic ionic)κατηλογέωmake of small account: pres subj mp 2nd sgκατηλογέωmake of small account: pres ind mp 2nd sgκατηλογέωmake of small account: pres subj act 3rd sg -
2 καταλογῇ
καταλογῆι, καταλογεύςofficer who enrols: masc dat sg (epic ionic)καταλογήenrolment: fem dat sg (attic epic ionic)κατηλογέωmake of small account: pres subj mp 2nd sgκατηλογέωmake of small account: pres ind mp 2nd sgκατηλογέωmake of small account: pres subj act 3rd sg -
3 καταλογή
καταλογήenrolment: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 καταλογή
II ( καταλέγω (B) 1.2b) regard, respect, Plb.22.12.10 codd. (- δοχή Reiske), cf. SIG739.9 (Delph., i B. C.); καταλογῆς [ ἕνεκα], honoris causa, with gen., IG7.413.37 ([place name] Oropus); καταλογή σοι εἴη 'saving your reverence', prob. for καταλογισθιείη, Hsch.; εἰς τὴν ἐμὴν κ. on my recommendation, used in letters of introduction, PStrassb.117.5 (i A. D.), POxy. 787 (i A. D.), etc.;ὅπως.. κ. αὐτῶν γένηται IG14.951.9
; condemned by Phryn.403.III ( καταλέγω (B) 1.1 b) recitation, opp.music, IG9(2).531.12 (Larissa, i B. C./i A. D.), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλογή
-
5 καταλογήν
καταλογήenrolment: fem acc sg (attic epic ionic) -
6 καταλογής
καταλογεύςofficer who enrols: masc nom plκαταλογεύςofficer who enrols: masc nom /voc plκαταλογήenrolment: fem gen sg (attic epic ionic)κατηλογέωmake of small account: pres ind act 2nd sg (doric aeolic) -
7 καταλογῆς
καταλογεύςofficer who enrols: masc nom plκαταλογεύςofficer who enrols: masc nom /voc plκαταλογήenrolment: fem gen sg (attic epic ionic)κατηλογέωmake of small account: pres ind act 2nd sg (doric aeolic) -
8 καταλέχω
καταλέγω (A),------------------------------------καταλέγω (B),A recount, tell at length and in order, Hom., always in [tense] fut. or [tense] aor. 1,ταῦτα μάλ' ἀτρεκέως καταλέξω Il.10.413
, al.; τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον ib. 384, al.;πᾶσαν ἀληθείην κατάλεξον 24.407
: freq. in Hdt., as 4.83, 114; ἑξῆς κ. Ath.13.610b; κ. τὰς προσηγορίας ib.c:—[voice] Pass., τούτων ὦν τῶν καταλεχθέντων of those which have been recounted, Hdt.4.50, cf. 23, al.:—[voice] Med., Ps.-Hdt.Vit.Hom.21: folld. by interrog. Adv.,κατάλεξον ὅπως ἤντησας Od.17.44
, 3.97; κεῖνον ὀϊζυρὸν κατάλεξον, ἤ που ἔτι ζώει.. tell me the tale of that unhappy man, 4.832.b repeat, recite,τῶν Χρησμῶν Hdt.7.6
;τετράμετρα πρὸς τὸν αὐλόν X.Smp.6.3
;τὰς πατρίους εὐχάς Herm.Hist.2
; καταλέγεσθαι· ὀδύρεσθαι τὸν τεθνεῶτα, Hsch.; cf.κατάλεγμα, καταλογή 111
.2 reckon up, tell in full tale,μνηστῆρας ἀριθμήσας κατάλεξον Od.16.235
; of a line of kings or ancestors,κατέλεγον οἱ ἱρέες ἐκ βύβλου.. βασιλέων τ καὶ λ οὐνόματα Hdt.2.100
;τοὺς αἰεὶ πατέρας Id.6.53
; κ. ἑωυτὸν μητρόθεν reckoned up his pedigree, Id.1.173;κ. τοὺς ἄρχοντας Pl.Hp.Ma. 285e
, cf.Ep. 327e, X.Mem.2.4.4:—later in [voice] Med., Ph.1.187, 2.593, Ath.11.504f.b reckon, count as, οὒς οἱ πολλοὶ πλουσίους κ. Pl.Lg. 742e, cf. X.An.2.6.27: so perh. in [voice] Pass.,Χήρα -έσθω 1 Ep.Ti.5.9
.3 with [tense] pf.κατείλοχα Paus.10.24.1
:—[voice] Pass., [tense] aor. (v. infr.): [tense] pf. κατείλεγμαι; [ per.] 3pl. [tense] plpf.κατειλέχατο J.AJ19.1.15
:— enumerate, draw up a list, hence, enrol, enlist,ἄνδρας οἳ δορυφόροι μὲν οὐκ ἐγένοντο Πεισιστράτου, κορυνηφόροι δέ Hdt.1.59
; στρατιώτας, ὁπλίτας, Ar.Ach. 1065, Lys. 394, etc.;ἱππέας Arist.Ath.49.2
;κ. εἰς ὁπλίτας Lys.15.7
;εἰς τὸν κατάλογον Ἀθηναίων Id.25.16
;ἐς τὰς ναῦς Th.3.75
: generally,τοὺς πεντακισχιλίους Arist.Ath.29.5
;κ. τὸν Ἡρακλέα εἰς τοὺς δώδεκα θεούς D.S.4.39
: c. dat.,κ. τινὰ τοῖς δημοσίᾳ ἱππεύουσιν Philostr.VS1.22.3
,cf. 1.25.3 (nisi leg. ἐγκατ-): c. inf., τοὺς πλουσιωτάτους ἱπποτροφεῖν κ. X.HG3.4.15:—in [voice] Med., enrol for oneself, δορυφόρους, ὁπλίτας, Hdt.1.98, Th.7.31:—[voice] Pass. ([tense] aor. 2 κατελέγην more common in [dialect] Att. than [tense] aor. 1, cf. IG22.896.9, Pl.Lg. 762e, 943a), to be enlisted or enrolled, Hdt.7.1; τῶν τρισχιλίων κ. to be enrolled of their number, Lys.30.8;κ. στρατιώτης Id.9.4
;κατειλεγμένος ἱππεύειν Id.16.13
;καταλεγεὶς τῶν τριηράρχων Is.7.5
;ὁ κατειλεγμένος D.39.8
; εἰς τὴν σύγκλητον κ. Plu.Pomp.13; ἀγορανόμον -λεγέντα, = Lat. adlectum inter aedilicios, Ann.Epigr.1905.120.4 later, select, :—[voice] Med., τὸν πλωτικὸν [ βίον] Pl.Ax. 368b.II = μηνύειν, τῷ βασιλεῖ τὴν ἐπιβουλήν J. AJ15.3.2: c. gen., inform against, ib.19.6.3; accuse, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλέχω
См. также в других словарях:
καταλογή — enrolment fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλογή — η (AM καταλογή) [καταλέγω] νεοελλ. παρακαταλογή* μσν. ιστορία, διήγηση αρχ. 1. ο σεβασμός προς κάποιον 2. (στο αρχ. θέατρο) απαγγελία τών ασμάτων χωρίς μουσική 3. (η αιτ. εν. ως επίρρ.) για χάρη κάποιου 4. φρ. «εἰς τὴν καταλογήν τινος» κατά… … Dictionary of Greek
καταλογῇ — καταλογῆι , καταλογεύς officer who enrols masc dat sg (epic ionic) καταλογή enrolment fem dat sg (attic epic ionic) κατηλογέω make of small account pres subj mp 2nd sg κατηλογέω make of small account pres ind mp 2nd sg κατηλογέω make of small… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλογήν — καταλογή enrolment fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλογείον — καταλογεῑον, τὸ (Α) [καταλογεύς] γραφείο στο οποίο ο καταλογέας ενεργεί την καταλογή* … Dictionary of Greek
καταλογητής — καταλογητής, ὁ (Μ) αυτός που απαγγέλλει ποιήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταλογή + κατάλ. τής, που εμφανίζεται συνήθως σε μεταρρηματικά παρ.] … Dictionary of Greek
καταλόγημαν — καταλόγημαν, τὸ (Μ) η διήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταλογή + κατάλ. μα(ν), που εμφανίζεται συνήθως σε μεταρρηματικά παρ.] … Dictionary of Greek
παρακαταλογή — ἡ, Α μουσ. παρεκτροπή από την απλή και φυσική αλληλουχία και ακολουθία, η αλλαγή τών τόνων, τού ρυθμού, το είδος τής μουσικής μεταξύ μέλους και απαγγελίας, αφηγηματικός τρόπος απαγγελίας τραγουδιού («διὰ τί ἡ παρακαταλογή ἐν ταῑς ᾠδαῑς τραγικόν;» … Dictionary of Greek
καταλογῆς — καταλογεύς officer who enrols masc nom pl καταλογεύς officer who enrols masc nom/voc pl καταλογή enrolment fem gen sg (attic epic ionic) κατηλογέω make of small account pres ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)