-
1 κατακλινοβατης
-
2 κατακλινοβατής
κατα-κλῑνοβᾰτής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακλινοβατής
-
3 κατακλῑνοβατής
κατα-κλῑνο-βατής, ές, um die Betten herumgehend -
4 κατακλινοβατές
κατακλινοβατήςmaking one lie abed: masc /fem voc sgκατακλινοβατήςmaking one lie abed: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
κατακλινοβατής — κατακλινοβατής, ές (Α) (για νόσο) αυτός που καθιστά κάποιον κλινήρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακλινής + βατής (< βαίνω), πρβλ. χαλκο βατής] … Dictionary of Greek
κατακλινοβατές — κατακλινοβατής making one lie abed masc/fem voc sg κατακλινοβατής making one lie abed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)