-
1 καταιωρεομαι
-
2 καταιωρέομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταιωρέομαι
-
3 καταιωρέομαι
-
4 κατηωρευντο
Hes. 3 л. pl. impf. к καταιωρέομαι См. καταιωρεομαι -
5 καταιωρείται
καταιωρέομαιhang down: pres ind mp 3rd sg (attic epic)καταιωρέομαιhang down: pres ind mp 3rd sg (attic epic) -
6 καταιωρεῖται
καταιωρέομαιhang down: pres ind mp 3rd sg (attic epic)καταιωρέομαιhang down: pres ind mp 3rd sg (attic epic) -
7 κατηωρεύντο
-
8 κατῃωρεῦντο
-
9 κατηώρησε
-
10 κατῃώρησε
См. также в других словарях:
καταιωρεῖται — καταιωρέομαι hang down pres ind mp 3rd sg (attic epic) καταιωρέομαι hang down pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατῃωρεῦντο — καταιωρέομαι hang down imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατῃώρησε — καταιωρέομαι hang down aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)