1 κατ-αιωρέομαι
κατ-αιωρέομαι, herabhangen; ϑύσανοι κατῃωρεῦντο Hes. Sc. 225; Ios.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > κατ-αιωρέομαι
2 καταιωρέομαι
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > καταιωρέομαι
3 καταιωρεομαι
(θύσανοι χρύσειοι κατῃωρεῦντο Hes.)
Древнегреческо-русский словарь > καταιωρεομαι