-
1 καταθνήσκειν
-
2 καταθνῄσκειν
-
3 καταθνήσκειν
καταθνήσκωpres inf act (attic epic) -
4 ευγενως
благородно, мужественно(καταθνήσκειν Eur.; τελευτᾶν Plut.)
εὐ. ἀλγεῖν κακοῖς Eur. — мужественно переносить страдания -
5 καταμύω
καταμύω, [dialect] Ep. [tense] aor. inf. καμμῦσαι v.l. in Batr.191; καμμύειν, [tense] aor. ἐκάμμυσα, etc., also in later Gr.,A v. καμμύω:— close the eyes,κ. τὰ βλέφαρα X.Cyn.5.11
;τὰ ὄμματα Hp.Epid.7.83
;τοὺς ὀφθαλμούς LXX
(v. καμμύω); τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα Ph.1.645
, cf. 2.414;κ. τῷ νοερῷ ὄμματι M.Ant.4.29
: more freq. alone, close the eyes, Str.6.1.14;κ. ὑπ' ἐκπλήξεως Philostr.VA6.11
: hence, drop asleep, doze, Batr. l. c., Ar.V.92: euphem. for καταθνῄσκειν, Luc.DMeretr.7.2, D.L.4.49. [[pron. full] ῡ in [tense] pres., Hedyl. ap. Ath.8.345a: in [tense] aor., Batr. l. c.; v. μύω.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταμύω
-
6 Die
subs.See Dice.The die is cast: P. ἀνέρριπται κύβος ( late).——————v. intrans.Ar. and P. ἀποθνήσκειν, P. and V. τελευτᾶν, ἀπαλλάσσεσθαι (with or without βίου), ἐκλείπειν βίον (βίον sometimes omitted in P.), V. θνήσκειν (rarely Ar.), κατθανεῖν ( 2nd aor. καταθνήσκειν) (rarely Ar.), φθίνειν, καταφθίνειν, ἀποφθίνειν.Be killed: P. and V. ἀπόλλυσθαι, διαφθείρεσθαι, ἐξόλλυσθαι, διόλλυσθαι.Fall in battle: V. πίπτειν.Die for: V. προθνήσκειν (gen.), ὑπερθνήσκειν (gen.), P. προαποθνήσκειν ὑπέρ (gen.), ὑπεραποθνήσκειν ὑπέρ (gen.).Die in or upon: P. ἐναποθνήσκειν (dat. or absol.), V. ἐνθνήσκειν (dat. or absol.).Die in return: P. ἀνταποθνήσκειν, V. ἀνταπόλλυσθαι.Die together: V. συνθνήσκειν.Die with: P. συναποθνήσκειν (absol.), συναπόλλυσθαι (absol.), Ar. and V. συνθνήσκειν (dat.), V. συνόλλυσθαι (dat.), συνεκπνεῖν (dat.).Die a lingering death: P. δυσθανατεῖν.Dying a lingering death: V. δυσθνήσκων.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Die
-
7 Perish
v. intrans.Be destroyed: διαφθείρεσθαι, φθείρεσθαι, ἀπόλλυσθαι, ἐξόλλυσθαι, διόλλυσθαι, φθίνειν (Plat.), οἴχεσθαι (rare P.), ἀναλίσκεσθαι, ἐξαναλίσκεσθαι, V. ἀποφθίνειν, καταφθίνειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Perish
См. также в других словарях:
καταθνῄσκειν — καταθνήσκω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθνήσκειν — καταθνήσκω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)