Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καταδράσσομαι

См. также в других словарях:

  • καταδράσσομαι — (Α) 1. δράττομαι ισχυρά, αδράχνω 2. αντιλαμβάνομαι, εννοώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δράσσομαι «πιάνω σφιχτά»] …   Dictionary of Greek

  • καταδραττόμενον — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp masc acc sg (attic) καταδράσσομαι lay hold of pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδράξεται — καταδράσσομαι lay hold of aor subj mp 3rd sg (epic) καταδράσσομαι lay hold of fut ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδραξαμένης — καταδράσσομαι lay hold of aor part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδραξάμενος — καταδράσσομαι lay hold of aor part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδραττομένη — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδραττομένην — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδραττομένοις — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp masc/neut dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδραττομένου — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp masc/neut gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδραττομένῳ — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp masc/neut dat sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδραττόμενοι — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»