-
21 καταδραττομένῳ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καταδράσσομαι — (Α) 1. δράττομαι ισχυρά, αδράχνω 2. αντιλαμβάνομαι, εννοώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δράσσομαι «πιάνω σφιχτά»] … Dictionary of Greek
καταδραττόμενον — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp masc acc sg (attic) καταδράσσομαι lay hold of pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδράξεται — καταδράσσομαι lay hold of aor subj mp 3rd sg (epic) καταδράσσομαι lay hold of fut ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδραξαμένης — καταδράσσομαι lay hold of aor part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδραξάμενος — καταδράσσομαι lay hold of aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδραττομένη — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδραττομένην — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδραττομένοις — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp masc/neut dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδραττομένου — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp masc/neut gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδραττομένῳ — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp masc/neut dat sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδραττόμενοι — καταδράσσομαι lay hold of pres part mp masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)