-
1 καταδικη
(ῐ) ἥ1) обвинительный приговор, осуждение2) наказание, кара, штраф(ἥ κ. δισχίλιαι μναῖ ἦσαν Thuc.; κ. βαρεῖα Luc.)
-
2 καταδίκη
η1) осуждение; обвинительный приговор;καταδίκη σε θάνατο — смертный приговор;
2) обречение;3) перен. кара, наказание; мука, мучение; 4) шутл, наказание -
3 καταδίκη
[катадики] ουσ θ судебный приговор. -
4 ερημος
I2 и 3, атт. тж. ἔρημος 21) пустынный, безлюдный(νῆσος Hom.; πάγος Aesch.; λιμήν Thuc.)
ὅ ἀγὼν οὗτος ἐρημότερος γεγένηται ἢ ἐγὼ προσεδόκων Lys. — в этом процессе оказалось меньше участников, чем я предполагал2) покинутый, брошенный(ἐ. κἄφιλος ἀνήρ Soph.)
τὰ ἐρῆμα (sc. πρόβατα) φοβεῖται Hom. — брошенные (пастухом овцы) разбегаются;ἐ. πλάνος Soph. — одинокое скитание3) ( о животных) одиноко живущий (не стаями)(ὄρνιθες Plut.)
4) лишенный, не имеющий(συμμάχων Her., Plut.; πατρὸς καὴ μητρός Plat.; πάντων Plut.)
ἐ. πρὸς φίλων Soph. — лишенный друзей, без друзей;ἀνδρῶν κακῶν ἔρημον τέν πόλιν ποιεῖν Plat. — избавить государство от дурных людей5) юр. не имеющий наследников, выморочный(κλῆροι Isae.)
6) юр. решаемый в отсутствие обвиняемого или ответчика, заочный(δίκη Dem.; καταδίκη Plut.)
ἐρήμῃ δίκῃ θάνατον καταγιγνώσκειν τινός Thuc. — заочно вынести кому-л. смертный приговорIIатт. тж. ἔρημος ἥ (sc. χώρα) пустыня, безлюдная местность Her. etc. -
5 αναστολή
η1) сдерживание; торможение; 2) приостановка, отсрочка; 3) прекращение; отмена;§ καταδίκη με αναστολή юр. — условный приговор
-
6 αυστηρός
-
7 ερήμην
επίρρ. заочно, в отсутствие;ερήμην δίκη — заочный судебный процесс;
ερήμην καταδίκη — заочный приговор;
δικάζομαι ερήμην — судиться заочно;
§ την αγαπά ερήμην — он её любит тайно или безответно
-
8 μετατρέπω
(αόρ. μετέτρεψα, παθ. αόρ. μετετράπην) μετ.1) превращать; трансформировать (книжн.); 2) изменять, заменять; την καταδίκη σε θάνατο την μετέτρεψαν σε ισόβια смертный приговор заменили на пожизненное заключение; 3) переводить в другую систему измерения; 4) эк конвертировать
См. также в других словарях:
καταδίκη — judgement given against fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδίκῃ — καταδίκη judgement given against fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδίκη — Η κύρωση ή η υποχρέωση που επιβάλλει το δικαστήριο κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας ως τιμωρία για την παράβαση κάποιου νομικού κανόνα, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση ή κρίνοντας μια διαφορά στο αστικό δίκαιο. Ειδικότερα, κ.… … Dictionary of Greek
καταδίκη — η 1.απόφαση του δικαστηρίου εναντίον κάποιου: Άκουσε την καταδίκη του ατάραχος. 2. τιμωρία, ποινή: Η ζωή της μ αυτόν το μεθύστακα ήταν μια καταδίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταδίκαι — καταδίκη judgement given against fem nom/voc pl καταδίκᾱͅ , καταδίκη judgement given against fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδίκηι — καταδίκῃ , καταδίκη judgement given against fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδικᾶν — καταδίκη judgement given against fem gen pl (doric aeolic) καταδικάζω give judgement fut part act masc voc sg (doric aeolic) καταδικάζω give judgement fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) καταδικάζω give judgement fut part act masc nom … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδικῶν — καταδίκη judgement given against fem gen pl καταδικάζω give judgement fut part act masc voc sg καταδικάζω give judgement fut part act neut nom/voc/acc sg καταδικάζω give judgement fut part act masc nom sg (attic epic ionic) καταδικάζω give… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδίκαις — καταδίκη judgement given against fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδίκην — καταδίκη judgement given against fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδίκης — καταδίκη judgement given against fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)