-
1 καταγλωττίζω
A bill, kiss wantonly by joining mouths and tongues, Com.Adesp.882: hence, μέλος κατεγλωττισμένον wanton, lascivious song, Ar.Th. 131.IV (γλῶσσα 11.2
) in [tense] pf. part. [voice] Pass., composed of far-fetched words,λέξις Philostr.VA 1.17
, Eun.VSp.496.25D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγλωττίζω
-
2 καταγλωττίζει
καταγλωττίζωbill: pres ind mp 2nd sgκαταγλωττίζωbill: pres ind act 3rd sgκαταγλωττίζωbill: pres ind mp 2nd sg (attic)καταγλωττίζωbill: pres ind act 3rd sg (attic) -
3 καταγλώττιζε
καταγλωττίζωbill: pres imperat act 2nd sgκαταγλωττίζωbill: pres imperat act 2nd sg (attic)καταγλωττίζωbill: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
4 καταγλωττίζειν
καταγλωττίζωbill: pres inf act (attic epic)καταγλωττίζωbill: pres inf act (attic epic) -
5 καταγλωττίζεσθαι
καταγλωττίζωbill: pres inf mpκαταγλωττίζωbill: pres inf mp (attic) -
6 καταγλωττίζομαι
καταγλωττίζωbill: pres ind mp 1st sgκαταγλωττίζωbill: pres ind mp 1st sg (attic) -
7 κατεγλωττισμένον
καταγλωττίζωbill: perf part mp masc acc sg (attic)καταγλωττίζωbill: perf part mp neut nom /voc /acc sg (attic) -
8 κατεγλωττισμένων
καταγλωττίζωbill: perf part mp fem gen pl (attic)καταγλωττίζωbill: perf part mp masc /neut gen pl (attic) -
9 κατεγλωττισμέναις
καταγλωττίζωbill: perf part mp fem dat pl (attic) -
10 κατεγλωττισμένη
καταγλωττίζωbill: perf part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
11 κατεγλωττισμένην
καταγλωττίζωbill: perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) -
12 κατεγλωττισμένοι
καταγλωττίζωbill: perf part mp masc nom /voc pl (attic) -
13 κατεγλωττισμένοις
καταγλωττίζωbill: perf part mp masc /neut dat pl (attic) -
14 κατεγλωττισμένους
καταγλωττίζωbill: perf part mp masc acc pl (attic) -
15 κατεγλωττίζετο
καταγλωττίζωbill: imperf ind mp 3rd sg (attic) -
16 κατεγλώττιζε
καταγλωττίζωbill: imperf ind act 3rd sg (attic) -
17 κατεγλώττιζεν
καταγλωττίζωbill: imperf ind act 3rd sg (attic)
См. также в других словарях:
καταγλωττίζω — (Α) 1. φιλώ λάγνα ενώνοντας χείλη με χείλη και γλώσσα με γλώσσα 2. καταβάλλω κάποιον με τη γλώσσα, αποστομώνω 3. μιλώ εναντίον κάποιου («ψευδῆ καταγλώττιζέ μου», Αριστοφ.) 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κατεγλωττισμένος, η, ον αυτός που έχει γραφεί με… … Dictionary of Greek
καταγλωττίζει — καταγλωττίζω bill pres ind mp 2nd sg καταγλωττίζω bill pres ind act 3rd sg καταγλωττίζω bill pres ind mp 2nd sg (attic) καταγλωττίζω bill pres ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγλώττιζε — καταγλωττίζω bill pres imperat act 2nd sg καταγλωττίζω bill pres imperat act 2nd sg (attic) καταγλωττίζω bill imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγλωττίζειν — καταγλωττίζω bill pres inf act (attic epic) καταγλωττίζω bill pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγλωττίζεσθαι — καταγλωττίζω bill pres inf mp καταγλωττίζω bill pres inf mp (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγλωττίζομαι — καταγλωττίζω bill pres ind mp 1st sg καταγλωττίζω bill pres ind mp 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεγλωττισμένον — καταγλωττίζω bill perf part mp masc acc sg (attic) καταγλωττίζω bill perf part mp neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεγλωττισμένων — καταγλωττίζω bill perf part mp fem gen pl (attic) καταγλωττίζω bill perf part mp masc/neut gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεγλωττισμέναις — καταγλωττίζω bill perf part mp fem dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεγλωττισμένη — καταγλωττίζω bill perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεγλωττισμένην — καταγλωττίζω bill perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)