-
1 καταβροξειε
-
2 καταβρόξειε
A v. Βρόχω 2. [full] καταβροτόω, soil with gore, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβρόξειε
-
3 καταβρόξειε
κατά-βρόχωgulp down: aor opt act 3rd sg -
4 κατα-βρόξε-ε
κατα-βρόξε-ε (einzelne Form eines aor., wie von καταβρόχω, vgl. βιβρώσκω), herunterschlucken, verschlucken, φάρμακον Od. 4, 222, wo Schol. unterscheiden καταβρόξειε, ὅτε λαμβάνεται ἀντὶ τοῦ καταπίῃ, u. καταβρώξειε, ὅταν ἀντὶ τοῦ καταφάγῃ, als käme es von καταβιβρώσκω, vgl. Buttm. Lexil. II p. 121. – Καταβρόξασαι Ap. Rh. 2, 271, καταβρόξειε D. Per. 604, καταβρόξῃ Lycophr. 742; παιδὸς καταβροχϑέντος αἰϑάλῳ δέμας 55.
-
5 βρόχω
(βρόχω) ἔβροξε γάλα, schlürfen, Polyaen. 4 (IX, 1), vgl. ἀναβρόξειε u. καταβρόξειε.
-
6 κατα-βρώξειε
κατα-βρώξειε, s. καταβρόξειε.
-
7 κατα-βιβρώσκω
κατα-βιβρώσκω (s. βιβρώσκω), verzehren, aufzehren; ἐπειδὴ κατέβρως ἄμβροτον εἶδαρ H. h. Apoll. 127; ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπός Her. 4, 199; ἵνα μὴ ὑπὸ εὐλέων καταβρωϑῃ 3, 202; τὰ ἐνϑάδε διεφϑαρμένα ἐστὶ καὶ καταβεβρωμένα Plat. Phaed. 110 a; Folgde, wie Arist. H. A. 6, 37; Luc. conscr. hist. 28. Auch übertr., τὰ ὄντα Hyperid. Poll. 6, 39; οἳ καταβεβρώκασ' ἕνεκ' ἐμοῦ τὰς οὐσίας, sie haben aufgewendet, Hegesipp. bei Ath. VII, 290 e; τὸν ἀγρὸν εἰς ὀψοφαγίαν VIII, 344 b. Vgl. καταβρόξειε.
-
8 καταβροχω
(только 3 л. sing. aor. opt. καταβρόξειε) проглатывать, выпивать(τὸ φάρμακον Hom.)
-
9 βρόχω
A gulp down, only [tense] aor. 1ἔβροξα AP9.1
(Polyaen.), subj. βρόξῃ ( βρώξῃ codd.) ib.11.271, inf. βρόξαι· ῥοφῆσαι, Hsch.: used by Hom. only in compds.,1 ἀναβρόξαι, swallow again, suck down again, ἀλλ' ὅτ' ἀναβρόξειε.. ἁλμυρὸν ὕδωρ, opp. ὅτ' ἐξεμέσειε, of Charybdis, Od.12.240;πάντας ἀναβρόξασα A.R.4.826
; ἅλις ἀναβέβροχεν (Zenod., - βέβρυχεν vulg.) ὕδωρ has drunk up water enough, Il.17.54:—[voice] Pass.,ὕδωρ ἀπολέσκετ' ἀναβροχέν Od.11.586
.2 καταβρόξαι gulp down (καταβρόξαι· καταπιεῖν, Hsch.), ὃς τὸ καταβρόξειε whoever swallowed the potion, Od.4.222: [tense] aor. part. [voice] Pass.καταβροχθείς Lyc.55
: misspeltκατα-βρώξῃ Id.742
,- βρώξειε D.P.604
,- βρώξας A.R.2.271
.
См. также в других словарях:
καταβρόξειε — κατά βρόχω gulp down aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)