-
1 облить
облить περιβρέχω, περιχύνω, καταβρέχω \облиться καταβρέχομαι, περιχιέμαι* * *περιβρέχω, περιχύνω, καταβρέχω -
2 вспрыскивать
вспрыскиватьнесов, вспрыснуть сов1. ραντίζω, ραίνω/ καταβρέχω (белье)·2. мед. см. впрыскивать·3. (отметить выпивкой) разг τό βρέχω. -
3 обдавать
обдаватьнесов, обдать сов1. (обливать, окатывать) περιχύνω, καταβρέχω:\обдавать кипятком ζεματίζω· \обдавать грязью καταλασπώνω· \обдавать презрением перен περιφρονώ κάποιον·2. безл:его́ о́бдало холодом τοῦ ήρθε ρίγος· его́ о́бдало волной τόν περέχυσε (или τόν κατάβρεξε) τό κῦμα -
4 окатить
окатитьсов καταβρέχω, περεχύνω:\окатить кого-л. холодной водой κάνω ψυχρολου· σία σέ κά,οιον. -
5 поливать
поливатьнесов ποτίζω, καταβρέχω:\поливать грядки ποτίζω τίς πρασιές. -
6 обдавать
[αμπνταβάτ*] ρ. περιχύνω, καταβρέχω, ζεματίζω -
7 обдавать
[αμπνταβάτ'] ρ περιχύνω, καταβρέχω, ζεματίζω -
8 измочить
-очу, -очишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. измоченный, β,ρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.) καταμουσκεύω, καταβρέχω.καταμουσκεύω, καταβρέχομαι. -
9 кишка
-и, γεν. πλθ. -шок, δοτ. -шкам θ.1. έντερο• εντερικός σωλήνας•тонкая кишка λεπτό (ελικώδες) έντερο•
толстая кишка το παχύ έντερο•
прямая кишка το απευθυσμένο έντερο•
слепая кишка το τυφλό έντερο•
двенадцатиперстная кишка το δωδεκαδάκτυλο έντερο ή ο δωδεκαδάκτυλος•
поперечная кишка εγκάρσιο κόλο•
восходящая ободочная кишка ανιόν κόλο•
нисходящая ободочная -κατιόν κόλο.
2. μάνικα•пожарная кишка η πυροσβεστική μάνικα•
поливать из -и καταβρέχω με μάνικα.
εκφρ.кишка тонка у кого-н. – δεν έχει κότσια ή δεν του το λένε τα κότσια (δεν έχει τη δύναμη, ικανότητα)•выпустить -и – ξεκοιλιάζω (σκοτώνω)•вымотать (все) -и кому – κατατυραννώ κάποιον, βγάζω το θεό (ανάποδα)•надорвать -и (со смеху) – σκάζω από τα γέλια, μου κόβονται τα σωθικά από τα γέλια. -
10 облить
оболыб, обольшь, παρλθ. χρ. облил-ла, облило, προστκ. обли, μτχ. παρλθ. обливший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облитый, βρ: облит-а, облито ρ.σ.μ.1. περιχύνω, περιβρέχω καταβρέχω. || αλείφω.2. (με οργν.) λερώνω με... облить скатерть чернилами λερώνω το τραπεζομάντηλο με μελάνη. || χύνω•облить лицо слезими βρέχω το πρόσωπο με δάκρυα.
3. μτφ. περιβάλλω στενά (για γάντια, φόρεμα).περιβρέχομαι • καταβρέχομαι. || γεμίζω, είμαι πλήρης... облить кровью γεμίζω αίματα, είμαι αιμόφυρτος, καθημαγμένος•облить слезами γεμίζω δάκρυα•
облить светом φωτίζομαι άπλετα.
-
11 отлить
отолью, отольшь, παρλθ. χρ. отлил, отлила отлило, προστκ. отли,ав. μτχ. παρλθ. χρ. отлитый, βρ: отлит, отлита, отлитоρ.σ.μ. (με γεν. κ. αιτ.).1. εκχύνω, ξεχύνω• αδειάζω ρίχνω.2. αντλώ, βγάζω•отлить воду из котлована βγάζω νερό από το λάκκο.
3. (για νερό, κύμα κ.τ.τ.) γυρίζω, κυλώ πίσω επιστρέφω.4. συνεφέρω χύνοντας νερό.5. (απλ.) βρέχω, καταβρέχω μουσκεύω.6. (τεχ.) χύνω, εκτυπώνω•отлить колокол χύνω καμπάνα•
отлить статую χύνω άγαλμα•
отлить детали χύνω εξαρτήματα.
(για μέταλλα) χύνομαι, εκτυπώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, παίρνω τη μορφή.εκφρ.отольются волку овечьи ή кошке мышкины слёзки; отольются чьи слёзы (слёзки) кому – εκδικούμαι, βγάζω το άχτι μου θα -κλάψει και η δική σου μάνα• έσεται ήμαρ, θά ρθειη μέρα. -
12 топить
топить 1топлю, топишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. топленный, βρ: -лен, -а, -оρ.δ.μ.1. ανάβω• καίω•топить печку ανάβω τη θερμάστρα.
|| θερμαίνω, ζεσταίνω•топить комнату ζεσταίνω το δωμάτιο.
1. καίω•печь -ится η θερμάστρα καίει.
2. θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι.топить 2ρ.δ. μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. топить 1).1. λιώνω, τήκω•топить масло λιώνω το βούτυρο•
топить воск λιώνω το κηρί•
топить олово λιώνω τον κασσίτερο.
2. σιγοβράζω, βράζω με λίγη φωτιά•топить молоко σιγοβράζω το γάλα.
1. λιώνω, τήκομαι.2. σιγοβράζω.топить 3ρ.δ. μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. топить 1).1. βυθίζω, ποντίζω• βουλιάζω. || πνίγω στο νερό.2. μτφ. καταστρέφω, αφανίζω.3. καταβρέχω, κατακλύζω, πλημμυρίζω.4. μτφ. (για αισθήματα, σκέψεις) καταστέλλω, πνίγω.1. βυθίζομαι, ποντίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. πνίγομαι•он с горя побежал топить αυτός από τη στενοχώρια έτρεξε να πνιγεί.
-
13 шваркнуть
ρ.σ. (απλ.).1. ρίχνω, πετώ με δύμη εκσφενδονίζω• εξακοντίζω.2. καταφέρω χτύπημα, κόλαφο• ραπίζω.3. καταβρέχω.1. πέφτω, καταπίπτω•шваркнуть в грязь πέφτω στη λάσπη.
2. χτυπώ, προσκρούω•шваркнуть об стену, об угол χτυπώ στον τοίχο, στη γωνία.
См. также в других словарях:
καταβρέχω — 1 κατάβρεξα βλ. πίν. 31 2 κατάβρεξα βλ. πίν. 31 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταβρέχω — (AM καταβρέχω) βρέχω κάτι ολοκληρωτικά, μουσκεύω πάρα πολύ («δρῡς ἐν ὕδατι καταβρεχομένη», Θεόφρ.) νεοελλ. βρέχω κάτι σε όλη την επιφάνεια αρχ. 1. (για νερό) κατακλύζω, πλυμμυρίζω 2. φρ. «καταβρέχω σιγᾷ» επικαλύπτω με σιωπή («καύχημα κατάβρεχε… … Dictionary of Greek
καταβρέχω — κατέβρεξα, καταβράχηκα, καταβρεγμένος, βρέχω κάτι πολύ, το καταμουσκεύω: Μας έπιασε η μπόρα στο δρόμο και καταβραχήκαμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταβεβρεγμένα — καταβρέχω drench perf part mp neut nom/voc/acc pl καταβεβρεγμένᾱ , καταβρέχω drench perf part mp fem nom/voc/acc dual καταβεβρεγμένᾱ , καταβρέχω drench perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβρέξω — καταβρέχω drench aor subj act 1st sg καταβρέχω drench fut ind act 1st sg καταβρέχω drench aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβρέχεσθε — καταβρέχω drench pres imperat mp 2nd pl καταβρέχω drench pres ind mp 2nd pl καταβρέχω drench imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβρέχῃ — καταβρέχω drench pres subj mp 2nd sg καταβρέχω drench pres ind mp 2nd sg καταβρέχω drench pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβεβρεγμένον — καταβρέχω drench perf part mp masc acc sg καταβρέχω drench perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβρεχόμενον — καταβρέχω drench pres part mp masc acc sg καταβρέχω drench pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβρεχόντων — καταβρέχω drench pres part act masc/neut gen pl καταβρέχω drench pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβρέξαι — καταβρέχω drench aor inf act καταβρέξαῑ , καταβρέχω drench aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)