-
1 καταβιβρώσκω
κατα-βιβρώσκω, verzehren, aufzehren; οἳ καταβεβρώκασ' ἕνεκ' ἐμοῦ τὰς οὐσίας, sie haben aufgewendet -
2 κατα-βρόξε-ε
κατα-βρόξε-ε (einzelne Form eines aor., wie von καταβρόχω, vgl. βιβρώσκω), herunterschlucken, verschlucken, φάρμακον Od. 4, 222, wo Schol. unterscheiden καταβρόξειε, ὅτε λαμβάνεται ἀντὶ τοῦ καταπίῃ, u. καταβρώξειε, ὅταν ἀντὶ τοῦ καταφάγῃ, als käme es von καταβιβρώσκω, vgl. Buttm. Lexil. II p. 121. – Καταβρόξασαι Ap. Rh. 2, 271, καταβρόξειε D. Per. 604, καταβρόξῃ Lycophr. 742; παιδὸς καταβροχϑέντος αἰϑάλῳ δέμας 55.
См. также в других словарях:
καταβιβρώσκω — (Α καταβιβρώσκω) 1. κατατρώγω, καταβροχθίζω 2. μτφ. καταστρέφω κάτι με την πάροδο τού χρόνου, φθείρω λίγο λίγο, αφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βιβρώσκω «τρώγω»] … Dictionary of Greek
καταβεβρωμένα — καταβιβρώσκω eat up perf part mp neut nom/voc/acc pl καταβεβρωμένᾱ , καταβιβρώσκω eat up perf part mp fem nom/voc/acc dual καταβεβρωμένᾱ , καταβιβρώσκω eat up perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβεβρωμέναι — καταβιβρώσκω eat up perf part mp fem nom/voc pl καταβεβρωμένᾱͅ , καταβιβρώσκω eat up perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβεβρωμένον — καταβιβρώσκω eat up perf part mp masc acc sg καταβιβρώσκω eat up perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβεβρῶσθαι — καταβιβρώσκω eat up perf inf mp καταβιβρώσκω eat up perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβιβρωσκόμενον — καταβιβρώσκω eat up pres part mp masc acc sg καταβιβρώσκω eat up pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβιβρωσκόντων — καταβιβρώσκω eat up pres part act masc/neut gen pl καταβιβρώσκω eat up pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβιβρώσκει — καταβιβρώσκω eat up pres ind mp 2nd sg καταβιβρώσκω eat up pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβιβρώσκοντα — καταβιβρώσκω eat up pres part act neut nom/voc/acc pl καταβιβρώσκω eat up pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβρωθησομένων — καταβιβρώσκω eat up fut part pass fem gen pl καταβιβρώσκω eat up fut part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβρωθέντα — καταβιβρώσκω eat up aor part pass neut nom/voc/acc pl καταβιβρώσκω eat up aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)