-
1 καταβέβρωται
καταβιβρώσκωeat up: perf ind mp 3rd sg -
2 κατα-βιβρώσκω
κατα-βιβρώσκω (s. βιβρώσκω), verzehren, aufzehren; ἐπειδὴ κατέβρως ἄμβροτον εἶδαρ H. h. Apoll. 127; ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπός Her. 4, 199; ἵνα μὴ ὑπὸ εὐλέων καταβρωϑῃ 3, 202; τὰ ἐνϑάδε διεφϑαρμένα ἐστὶ καὶ καταβεβρωμένα Plat. Phaed. 110 a; Folgde, wie Arist. H. A. 6, 37; Luc. conscr. hist. 28. Auch übertr., τὰ ὄντα Hyperid. Poll. 6, 39; οἳ καταβεβρώκασ' ἕνεκ' ἐμοῦ τὰς οὐσίας, sie haben aufgewendet, Hegesipp. bei Ath. VII, 290 e; τὸν ἀγρὸν εἰς ὀψοφαγίαν VIII, 344 b. Vgl. καταβρόξειε.
-
3 καταβιβρωσκω
(fut. καταβρώσομαι, aor. 1 κατέβρωσα, aor. 2 κατέβρων, pf. καταβέβρωκα; pass.: pf. καταβέβρωμαι, aor. κατεβρώθην) съедать(ἄμβροτον εἶδαρ Hom.; καταβεβρωμένα ὑπὸ μυῶν Arst.)
ὥστε ἐκπέποται καὴ καταβέβρωται ὅ πρῶτος καρπός Her. — когда выпит и съеден сбор предыдущего урожая;τὰ διεφθαρμένα καὴ καταβεβρωμένα Plat. — размытые и выветрившиеся местности -
4 ξυμπαραγιγνομαι
ион. συμπαραγίνομαι1) одновременно появляться, подоспевать, приходить(ἐπὴ τέν θεωρίαν NT.)
ὥστε καταβέβρωται ὅ πρῶτος καρπὸς καὴ ὅ τελευταῖος συμπαραγίνεται Her. — когда съеден первый урожай, поспевает последний (т.е. новый);βραχεῖ μορίῳ ξυμπαραγενόμενοι Thuc. — подоспев (на помощь) с небольшим отрядом2) помогать(τινι Dem., NT.)
-
5 συμπαραγιγνομαι
ион. συμπαραγίνομαι1) одновременно появляться, подоспевать, приходить(ἐπὴ τέν θεωρίαν NT.)
ὥστε καταβέβρωται ὅ πρῶτος καρπὸς καὴ ὅ τελευταῖος συμπαραγίνεται Her. — когда съеден первый урожай, поспевает последний (т.е. новый);βραχεῖ μορίῳ ξυμπαραγενόμενοι Thuc. — подоспев (на помощь) с небольшим отрядом2) помогать(τινι Dem., NT.)
-
6 καταβιβρώσκω
A v. ἐσθίω), [tense] aor. : [tense] pf. [voice] Pass. καταβέβρωμαι: [tense] aor. κατεβρώθην (v. infr.):—eat up, devour, h.Ap. l.c.; : metaph.,καταβεβρώκασι.. τὰς οὐσίας Hegesipp.Com.1.30
; :—[voice] Pass.,ὑπὸ εὐλέων κατεβρώθη Hdt.3.16
;κατεβρώθη ὑπὸ τῶν ἰδίων κυνῶν Palaeph.6
;καταβέβρωται Hdt.4.199
; ὑπ' ἰχθύων prob. in Phld.Mort.32; to be corroded, Pl.Phd. 110a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβιβρώσκω
-
7 καταδατέομαι
A divide among themselves, tear and devour,κύνες κατὰ πάντα δάσονται Il.22.354
:— [voice] Pass., ὑπ' ἰχθύων καταδασθῆναι (nisi leg. κατεδεσθῆναι) Luc.Demon. 35; καταδέδασται· καταβέβρωται, καταμεμέρισται, Hsch.II τὰν γᾶν κατεδασσάμεθα divided, allotted it, Tab.Heracl.2.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδατέομαι
См. также в других словарях:
καταβέβρωται — καταβιβρώσκω eat up perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαραγίγνομαι — και συμπαραγίνομαι, Α (αποθ.) 1. (για καρπούς) ωριμάζω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο («ὥστε ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπὸς καὶ ὁ τελευταῑος συμπαραγίνεται», Ηρόδ.) 2. βρίσκομαι κοντά, βοηθώ κάποιον 3. είμαι έτοιμος να τρέξω να βοηθήσω … Dictionary of Greek