-
1 δασομαι
-
2 δάσομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δάσομαι
-
3 δαίομαι
δαίομαι, theilen; verwandt δαΐζω, δατέομαι, δαιτρός, δαίνυμι, δαιτυμών, δαίς, δαίτη, δαιτύς; δαίομαι ist entstanden aus ΔΑ-Ί-ΟΜΑΙ, Wurzel ΔΑ; also dem Ursprunge nach durchaus verschieden von δαίω »brennen«, dessen Wurzel ΔΑF ist. Das activ. von δαίομαι »theilen« ist nicht gebräuchlich; δαίομαι findet sich: – 1) als medium, = theilen, vertheilen: Odyss. 17, 332 δίφρον, ἔνϑα τε δαιτρὸς ἐφίζεσκε κρέα πολλὰ δαιόμενος μνηστῆρσι; 15, 140 πὰρ δὲ Βοηϑοίδης κρέα δαίετο καὶ νέμε μοίρας. – Dazu futur. δάσομαι (δάσσομαι), entstanden aus ΔΑ'ΤΣΟΜΑΙ, von ΔΑ'ΤΟΜΑΙ = δατέομαι, ΔΑ-ΤΟ'Σ; aorist. ἐδασάμην (ἐδασσάμην); Odyss. 2, 368 τάδε δ' αὐτοὶ πάντα δάσονται; 6, 10 ἀμφὶ δὲ τεῖχος ἔλασσε πόλει, καὶ ἐδείματο οἴκους, καὶ νηοὺς ποίησε ϑεῶν, καὶ ἐδάσσατ' ἀρούρας; 9, 42 ἐκ πόλιος δ' ἀλόχους καὶ κτήματα πολλὰ λαβόντες δασσάμεϑ', ὡς μή τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης; 19, 423 ὤπτησάν τε περιφραδέως, δάσσαντό τε μοίρας; 17, 30 εἴ κεν ἐμὲ μνηστῆρες ἀγήνορες ἐν μεγάροισιν λάϑρῃ κτείναντες πατρώια πάντα δάσωνται; 2, 335 κτήματα γάρ κεν πάντα δασαίμεϑα; Iliad. 18, 511 δίχα δέ σφισιν ἥνδανε βουλή, ἠὲ διαπραϑέειν ἢ ἄνδιχα πάντα δάσασϑαι, κτῆσιν ὅσην πτολίεϑρον ἐπήρατον ἐντὸς ἐέργοι; Odyss. 20, 216 μεμάασι γὰρ ἤδη κτήματα δάσσασϑαι δὴν οἰχομένοιο ἄνακτος; 3, 66 μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ' ἐρικυδέα δαῐτα; Pind. P. 4, 148 οὐ πρέπει νὼ χαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιν μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασϑαι; Xen. Cyr. 4, 2, 43 τὸ νεῖμαι τὰ χρήματα Μήδοις – ἐπιτρέψαι, καί, ἤν τι μεῖον ἡμῖν δάσωνται, κέρδος ἡγεῐσϑαι. – Auch = zerfleischen, verzehren: Iliad. 23, 21 Ἕκτορα δεῠρ' ἐρύσας δώσειν κυσὶν ὠμὰ δάσασϑαι; Odyss. 18, 87; Eur. Troad. 450; ἀμβροσίη, ὲν δαίονται ϑεοί, essen, Matro bei Athen. 4, 136 b. Vgl. δατέομαι, δαίνυμαι. – 2) als passivum, = getheilt werden: Odyss. 9, 551 ἀρνειὸν δ' ἐμοὶ οἴῳ ἐυκνήμιδες ἑταῖροι μήλων δαιομένων δόσαν ἔξοχα; – Odyss. 1, 48 ἀλλά μοι ἀμφ' Ὀδυσῆι δαΐφρονι δαίεται ἦτορ, δυσμόρῳ, das Herz wird mir zerrissen, Scholl. δαίεται: διακόπτεται. τὸ γὰρ καίεται ἐπὶ ἐρώσης, vgl. Sengebusch Aristonic. p. 30; Apoll. Rh. 3, 661 ἡ δ' ἔνδοϑι δαιομένη περ σῖγα μάλα κλαίει χῆρον λέχος εἰσορόωσα; Opp. Hal. 4, 200. – Dazu perfectum; Iliad. 1, 125 ἀλλὰ τὰ μὲν πολίων ἐξεπ ράϑομεν, τὰ δέδασται, ist vertheilt; Odyss. 15, 412 ἔνϑα δύω πόλιες, δίχα δέ σφισι πάντα δέδασται; Iliad. 15, 189 τριχϑὰ δὲ πάντα δέδασται ; Odyss. 1, 23 Αἰϑίοπας τοὶ διχϑὰ δεδαίαται, sie sind getheilt; Herodot. 2, 84 ἡ ἰητρικὴ κατὰ τάδε σφι δέδασται; Eur. Herc. fur. 1329 πανταχοῠ δέ μοι χϑονὸς τεμένη δέδασται.
-
4 δατεομαι
(только praes. и impf., другие формы от δαίω: fut. δάσομαι, aor. ἐδασάμην)1) делить между собой, разделять(ληΐδα Hom.; χθόνα Pind.)
μένος Ἄρηος δ. Hom. — сражаться с одинаковой ожесточенностью (с обеих сторон)2) разрывать, растерзывать(δώσειν τινα δάσασθαι κυσίν Hom. или θηρσί Eur.)
χθόνα ποσσὴ δ. Hom. — взрывать копытами землю, т.е. мчаться во весь опор3) уделять, отдавать(τῶν θεῶν τῷ ταχίστῳ τὸν τάχιστον, sc. ἵππον Her.)
-
5 δατέομαι
A v.l. -έεσθαι) Hes. Op. 767: [tense] fut. δάσομαι (κατα- Il.22.354
(tm.): [tense] aor.ἐδασάμην, δασσάμην Od.14.208
, Il.1.368, etc.; [dialect] Ion.δασάσκετο 9.333
(δια-, tm.): [tense] pf.δέδασμαι Diog.Apoll.3
, Q.S.2.57 in pass. sense (v. infr. 11): [tense] aor. inf. δασθῆναι, Hsch.:—divide among themselves,ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδ' Ἀχαιοί Il.9.138
; ;ἄνδιχα πάντα δάσασθαι 18.511
, cf. Od.2.335, etc.;χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι Pi.O.7.55
; μένος Ἄρηος δατέονται they share, i.e. are alike filled with, the fury of Ares, Il.18.264: freq. of banqueters,κρέα πολλὰ δατεῦντο Od.1.112
; ; ὑπέστην Ἕκτορα.. δώσελν κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι tear in pieces, Il.23.21, cf. Od.18.87, E.Tr. 450.2 [ἡμίονοι] χθόνα ποσσὶ δατεῦντο measured the ground with their feet, Il.23.121.3 cut in two,τὸν μὲν.. ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο 20.394
.II in act. sense, simply, divide, having divided into..,Hdt.
7.121; divide or give to others,τῶν θεῶν τᾡ ταχίστῳ.. τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον δατέονται Id.1.216
;τοῖς παισὶ τὰ χρήματα Democr.279
;μεῖον, πλέον δ. X.Cyr.4.2.43
, Oec. 7.24;τὸ ἐπιβάλλον Corn.ND27
: [tense] pf. in pass. sense, to be divided, distributed, Il.1.125, 15.189, Hdt.2.84, Diog.Apoll. l.c., E.HF 1329.— [dialect] Ep. and [dialect] Ion., also Cret., Leg.Gort.4.28, al., and Arc., IG5(2).262 (Mantinea, v B.C.); rare in Trag., never in correct [dialect] Att. Prose, exc. Lys.Fr.7S. (Cf. δαίω (B).)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δατέομαι
-
6 καταδατέομαι
A divide among themselves, tear and devour,κύνες κατὰ πάντα δάσονται Il.22.354
:— [voice] Pass., ὑπ' ἰχθύων καταδασθῆναι (nisi leg. κατεδεσθῆναι) Luc.Demon. 35; καταδέδασται· καταβέβρωται, καταμεμέρισται, Hsch.II τὰν γᾶν κατεδασσάμεθα divided, allotted it, Tab.Heracl.2.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδατέομαι
-
7 ἀποδατέομαι
A- δασσάμην Theoc.17.50
, inf.- δάτταθθαι Leg.Gort.4.29
:— portion out to others, apportion,ἥμισν τῷ ἐνάρων ἀποδάσσομαι Il.17.231
;Ἀχαιοῖς ἄλλ' ἀποδάσσεσθαι 22.118
;σοὶ δ' αὖ.. τῶνδ' ἀποδάσσομαι ὅσσ' ἐπέοικεν 24.595
;πάντωνἴσον Pi.N.10.86
, cf. Call.Del.9, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδατέομαι
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский