Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κατήγαγε

См. также в других словарях:

  • κατήγαγε — κατάγω lead down aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατήγαγ' — κατήγαγε , κατάγω lead down aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • въвестисѧ — ВЪВЕ|СТИСѦ (7*), ДОУСѦ, ДЕТЬСѦ гл. 1.Быть введенным, приведенным внутрь чего л.: Вноутрь ст҃лща да не въведетсѩ скотина. КР 1284, 160а; малы ра(д) лѣности в землю въведоша(с) безаконь˫а. (κατήγαγε) ФСт XIV, 163г. 2. Быть приведенным в какое л.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ORPHEUS — ut sensit Myrleanus Asclepiades, Apollinis et Calliopes, unius Musarum, fil. fuit. Virg. in Pollione: Non me carminibus vincet nec Thracius Orpheus, Nec Linus; huic mater quamvis, atque huic pater adsit, Orphei Calliopea, Lino formosus Apollo.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θριαμβόνικος — θριαμβόνικος, ον (Μ) αυτός που κατήγαγε θριαμβευτική νίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίαμβος + νικος (< νίκη) πρβλ. καλλί νικος, φερέ νικος] …   Dictionary of Greek

  • κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»