-
1 κατέαξα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κατέαξα
-
2 κατέαξα
κατέᾱξα, κατάγνυμιCat.Cod. Astr.aor ind act 1st sgκατεάσσωCat.Cod. Astr.aor ind act 1st sg (homeric ionic) -
3 κατεάξας
κατεάξᾱς, κατεάσσωCat.Cod. Astr.aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 κατεάξασα
κατεάξᾱσα, κατεάσσωCat.Cod. Astr.aor part act fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 κατάγνυμι
κατ-άγνῡμι, inf. - ύναι [pron. full] [ῠ] Th.4.11, Pl.Phdr. 265e; [full] καταγνύω Eub. 107.14, X.Oec.6.5; late [tense] pres. [full] κατάσσω, [full] κατεάσσω (qq. v.): [tense] fut.Aκατάξω Eup.323
: [tense] aor.κατέαξα Hom.
, etc. (v. infr.); [dialect] Ion.κατῆξα Hp.Epid.5.26
; [ per.] 3sg. subj. (Teos, v B.C.); part. κατάξας (Dobree for κατεάξας) Lys.3.42, Plu.2.526b (v.l. κατεάξας, κατάγξας); [dialect] Ep. opt. καυάξαις = καϝϝάξαις for κατ-ϝάξαις, Hes.Op. 666, 693:—[voice] Pass.,κατάγνῠμαι Hp.Fract.45
, Art.67, Ar. Pax 703: [tense] impf.κατεάγνυτο Epicur.Nat.113G.
: [tense] aor. 2 κατεάγην [prob. [pron. full] ᾰ] Ar. V. 1428, subj. κατ-ᾱγῶ ([var] contr. fr. κατᾰ-ϝᾰγ-) Id.Fr. 604, prob. in Id.Ach. 928, opt. κατᾱγείην ib. 944; part. καταγείς [prob. [pron. full] ᾱ] IG2.1673.33, 39, al., laterκατᾰγέντος APl.4.187
: [tense] fut. Cat.Cod. Astr.8(4).129
: [tense] pf. κατέᾱγα, [dialect] Ion.κατέηγα Hp.Art.67
(in pass. sense); part. κατεαγώς, writtenκατειαγώς IG22.1673.55
, [var] contr. κατηγώς Phoenix5.1: [tense] pf. [voice] Pass.κατέαγμαι Luc.Tim.10
, Paus.8.46.5, Artem. 5.32: [tense] aor. 1 ; inf.καταχθῆναι Arist.PA 640a22
; part.καταχθείς Anon.Lond.26.52
, D.Chr.11.82.--The forms κατέαξα, κατεάγην led the copyists to insert the ε in unaugmented forms, asκατεάξας Lys.
l.c.,κατεαγῇ Hp.Art.50
,κατεαγῆναι Pl.Grg. 469d
, and such forms were in use in later Gr., asκατεάξει Ev.Matt.12.20
,κατεαγῶσιν Ev.Jo.19.31
, (ii A.D.):— break in pieces, shatter,κατά θ' ἅρματα ἄξω Il.8.403
; ; τὸ (sc. ἔγχος)γὰρ κατεάξαμεν Il.13.257
;νέα μέν μοι κατέαξε Ποσειδάων Od.9.283
, cf. Hes.Op. 666;εἴ τινες μαχεσάμενοι ἔτυχον ἀλλήλων κατάξαντες τὰς κεφαλάς Lys.3.42
; cod. R (v.l. τῆς κεφαλῆς, cf. ,κατῆξε τῶν πλευρέων Hp.Epid. 5.26
, v. sub fin.);κατάξω τὴν κεφαλήν, ἄνθρωπέ, σου Men.Sam. 173
;γυνὴ κατέαξ' ἐχῖνον Ar.V. 1436
;Ναξίαν ἀμυγδάλην κατᾶξαι Phryn.
Com.68;τὰς ἀμυγδαλᾶς.. κάταξον τῇ κεφαλῇ σαυτοῦ λίθῳ Ar.Fr. 590
: metaph., break up into species,μὴ κ. μηδὲ κερματίζειν τὴν ἀρετήν Pl.Men. 79a
.2 weaken, enervate,πατρίδα θ', ἢν αὔξειν Χρεὼν καὶ μὴ κατᾶξαι E.Supp. 508
;τὰς ψυχὰς καταγνύουσι X.Oec.6.5
: abs. in [tense] pf. part. κατεαγώς effeminate, D.H.Comp.18, Ath.12.524f; αὐλητὴς τῶν κ. Plu.Dem.4;κ. μουσική S.E.M.6.14
.II [voice] Pass. with [tense] pf. [voice] Act., to be broken,δόρατα κατεηγότα Hdt.7.224
;ὀστέα Hp. Fract.8
;κληΐς Id.Art.14
;περὶ δ' ἐμῷ κάρᾳ κατάγνυται τὸ τεῦχος S. Fr.565.3
;κατέαγεν ἡ Χύτρα Ar.Th. 403
; esp. καταγῆναι τὴν κεφαλήν have one's head broken, And.1.61, Lys.3.14;τὴν κεφαλὴν κατεαγέναι D.54.35
: Com.,στάμνου κεφαλὴν κατεαγότος Ar.Pl. 545
;τὸ κρανίον E.Cyc. 684
;τὸ σκάφιον Ar.Fr. 604
; κατεαγέναι or κατάγνυσθαι τὰ ὦτα, of pugilists, Pl.Grg. 515e, Prt. 342b;τὴν κλεῖν κατεαγώς D.18.67
: also c. gen. partit. (οὐ πᾶσαν τὴν κεφαλὴν ἀλλὰ μέρος τι αὐτῆς Hdn.Philet. p.448
P.), ; κατεάγη τῆς κ. Id.V. 1428; τῆς κ. καταγῆναι (-εαγῆναι, -εαγέναι codd.) ;κατέαγα τοῦ κρανίου Luc.Tim.48
: metaph., to be shattered, of an argument, Epicur. l. c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάγνυμι
-
6 κατέαξ'
κατέᾱξα, κατάγνυμιCat.Cod. Astr.aor ind act 1st sgκατέᾱξο, κατάγνυμιCat.Cod. Astr.plup ind mp 2nd sg (attic)κατέᾱξο, κατάγνυμιCat.Cod. Astr.perf imperat mp 2nd sg (attic)κατέᾱξε, κατάγνυμιCat.Cod. Astr.aor ind act 3rd sgκατέᾱξαι, κατάγνυμιCat.Cod. Astr.perf ind mp 2nd sg (attic)κατέαξαι, κατεάσσωCat.Cod. Astr.aor imperat mid 2nd sgκατέαξα, κατεάσσωCat.Cod. Astr.aor ind act 1st sg (homeric ionic)κατέαξε, κατεάσσωCat.Cod. Astr.aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
7 κατέαγα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατέαγα
-
8 κατάγνυμι
κατάγνυμι fut. κατεάξω Mt 12:20, 2 sg. κατάξεις Hab 3:12; 1 aor. κατέαξα, ptc. κατάξας, impv. κάταξον LXX; 2 aor. pass. κατεάγην (W-S. §12, 2; 15 under ἄγνυμι; B-D-F §66, 2; 101 under ἄγνυμι; Mlt-H. 189; 226 under ἄγνυμι), 3 sg. κατεάχθη Jer 31:25 (ἄγνυμι ‘break, shiver’; Hom.+; ins, pap, LXX, Philo; Jos., Bell. 6, 402, Ant. 5, 225) break a reed Mt 12:20; limbs of the body (Menand., Epitr. 1062 S.=704 Kö.; Prov. Aesopi 10 P. λόγος καλὸς ὀστοῦν κατεάξει) τὰ σκέλη the legs J 19:31, 32, 33 (Eus., HE 5, 21, 3 κατεάγνυται τὰ σκέλη; Philostorg. 3, 27 Ἀέτιον ἀμφοῖν τοῖν σκέλοιν κατεαγῆναι.—Pauly-W. IV 1731. Cp. σκελοκοπέω and s. σκέλος). DELG s.v. ἄγνυμι. M-M.
См. также в других словарях:
κατέαξα — κατέᾱξα , κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. aor ind act 1st sg κατεάσσω Cat.Cod. Astr. aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεάξας — κατεάξᾱς , κατεάσσω Cat.Cod. Astr. aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεάξασα — κατεάξᾱσα , κατεάσσω Cat.Cod. Astr. aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυαγός — ο και η (ΑΜ ναυαγός, όν, Α ιων. τ. ναυηγός) αυτός που ναυάγησε, καραβοτσακισμένος («οὐκ ἀνείλοντο τοὺς ναυαγούς», Ξεν.) νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει αποτύχει στη ζωή του («είναι ένας ναυαγός τού έρωτα») αρχ. 1. ως ουσ. αυτός που οδηγεί … Dictionary of Greek
κατέαξ' — κατέᾱξα , κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. aor ind act 1st sg κατέᾱξο , κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. plup ind mp 2nd sg (attic) κατέᾱξο , κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. perf imperat mp 2nd sg (attic) κατέᾱξε , κατάγνυμι Cat.Cod. Astr. aor ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)