Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κατάγνῠμαι

См. также в других словарях:

  • επικατάγνυμαι — ἐπικατάγνυμαι (Α) 1. κατασυντρίβομαι πάνω σε κάτι 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐπικατηγμένος, η, ον αδύνατος, άτονος, τσακισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατάγνυμαι «συντρίβομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προκατάγνυμαι — Α συντρίβομαι, κατατσακίζομαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατάγνυμαι «συντρίβομαι, κομματιάζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»