-
41 κατα-κρίνω
κατα-κρίνω (s. κρίνω), verurtheilen, verdammen, τινά τινος, Einen wozu, ψήφῳ ϑανάτου κατακεκριμένος Eur. Andr. 497; τινός τι, τὸ μὲν γὰρ τελευτῆσαι πάντων ἡ πεπρωμένη κατέκρινεν Isocr. 1, 43; κατακεκριμένος κατὰ τὸν νόμον, nach dem Gesetze verurtheilt, Xen. Hell. 2, 3, 54; die Strafe steht auch im inf., κατέκριναν τῆς ὄψιος στερηϑῆναι Her. 9, 93; κατακεκριμένος ἀποϑνήσκειν Xen. Hier. 7, 10. – Her. vrbdt auch τοῖσι μὲν κατακέκριτο ϑάνατος, sie waren zum Tode verurtheilt, 7, 146; Sp. auch κατακριϑῆναι ϑάνατον u. Aehnl.; imperson., ἢν γὰρ νῦν κατακριϑῇ μοι Xen. Apol. 7; – κατακεκριμένων ἤδη οἱ τούτων, als dies gegen ihn erkannt war, Her. 2, 133; κατακέκριται τὰ πράγματα Antiph. 3 α 1. Ohne den feindlichen Sinn, κατεκρίϑη Ἀπόλλων ϑνατοῖς ἀγανώτατος ἔμμεν Pind. frg. 116.
-
42 κατα-κτείνω
κατα-κτείνω (s. κτείνω), fut. κατακτενῶ, ion. κατακτανῶ, ep. κατακτανέω; aor. vorherrschend I. κατέκτεινα, mehr poetisch II. κατέκτανον, doch Xen. hat κατακτανών An. 4, 8, 25, κατακτανεῖν 7, 6, 37, u. 1, 9, 6, wo Krüger κατέκανε lies't, haben viele mss. κατέκτανε, wie 1, 10, 7; Hom. auch κάκτανε, Il. 6, 164; ep. κατέκταν, 4, 319, κατέκτα, 2, 662, wie Aesch. Eum. 438; inf. κατα κτάμεναι, Hes. Sc. 453 κακτάμεναι, u. κατακτάμεν; κατακτάμενος, mit pass. Bdtg, Od. 16, 106; aor. pass. κατεκτάϑην, davon κατέκταϑεν, für κατεκτάϑησαν, Il. 5, 558 u. öfter; fut. med. κατακτανέεσϑε in pass. Bdtg 14, 481; – tödten, ermorden, im Kampf erlegen, erschlagen; Hom. u. Folgde überall; auch μῆλα, Od. 24, 66 u. sonst; perf. κατέκτονα Aesch. Eum. 557; in Prosa erst später recht gebräuchlich, wie bei Plut. u. A.
-
43 κατα-κυδαίνω
κατα-κυδαίνω u. κατα-κυδρόω, verstärktes simplex, Sp.
-
44 κατα-κερματίζω
κατα-κερματίζω, in kleine Theile zerlegen, zerhauen, zerstückeln; ἐὰν κατακερματίζῃς αὐτὴν κατὰ μόρια Plat. Meno 79 c; κατακεκερμάτισται ὡς οἷόν τε σμικρότατα Parm. 144 b, vgl. Rep. III, 395 b; öfter von der Rede bei Rhett.; vom Gelde, in kleinere Münzsorten umsetzen, ἀργύριον κατακεκερματισμένον Ar. bei Poll. 9, 88.
-
45 κατα-κιρνάω
κατα-κιρνάω, = κατακεράννυμι, Sp.; im pass. κατα-κίρναμαι, Longin. 15, 9; Epigr. symm. her. 21 (IX, 362, 12).
-
46 κατα-καίριος
κατα-καίριος, = simplex; Il. 11, 439, bei Wolf κατὰ καίριον ἔλϑῃ; δισκηϑεὶς κατακαίριος ἔμπεσε δειλῷ πτωκί, tödtlich, Bian. 2 (IX, 227).
-
47 κατα-κοσμέω
κατα-κοσμέω, in Ordnung bringen; ἐπὶ νευρῇ κατακόσμει πικρὸν ὀϊστόν, lege den Pfeil auf der Sehne in Ordnung, Il. 4, 118; im med., ἐπὴν δὴ πάντα δόμον κατακοσμήσησϑε, Od. 22, 440; κατὰ ξυγγενείας εἰς τάξιν πρὸς ἄλληλα Plat. Tim. 88 e; πόλιν καὶ ἰδιώτας ἐν μέρει ἑκάστους Rep. VII, 540 b; τὴν διάνοιαν, sammeln, Plut. Brut. 13, med., πρὸς γνώμην τινός, sich danach richten, Comp. Per. 3; – ausschmücken, οἷον ἄγαλμα Phaedr. 252 d; ὅπλοις Xen. Hier. 11, 3; bewaffnen, Pol. 3, 114, 1; übertr., βουλόμενος τον φύσαντα σεμνοτέροις κατακοσμῆσαι πράγμασι Ar. Vesp. 1473; Sp., κατακοσμοῠντες ἑαυτούς, ehren, Plut. Rom. 23.
-
48 κατα-κοιρανέω
κατα-κοιρανέω, beherrschen, verwalten; Hesych. erkl. es κατακοσμέω, gewiß in Bezug auf die homerischen Stellen, wo jetzt Ἰϑάκην κάτα κοιρανέουσι geschrieben wird. S. die ähnl. Stellen unter dem simplex.
-
49 κατα-κλείς
κατα-κλείς, εῖδος, ἡ, 1) eine Art Schloß an den Thüren, καὶ τῆς κατακλεῖδος ἐπιμελοῦ καὶ τοῦ μοχλοῦ Ar. Vesp. 154; auch im plur., Poll. 10, 22. – Später auch an Kleidungsstücken, = κληΐς, Schol. Od. 18, 292. – 21 die Verbindung des Schlüsselbeines mit der Brust; Poll. 2, 133; Hdn. 4, 13, 12; Hesych. erkl. σφαγή, Kehle, durch ὁ κατὰ τὴν κατακλεῖδα τόπος. – 3) Klausel, in der Metrik, Schol. Ar. Ach. 659. – Uebh. der Schluß, Cic. Attic. 2, 3. 9, 18.
-
50 κατα-κλῶθες
κατα-κλῶθες, αἱ, nur Od. 7, 197, πείσεται ἅσσα οἱ Αἶσα Κατακλῶϑές τε βαρεῖαι γεινομένῳ νήσαντο λίνῳ, also Schicksalsgöttinnen, die Parzen, die den Lebensfaden des Menschen herunterspinnen, mit der alten v. l. κατακλώϑῃσι βαρεῖα, die Eust. verwirft; vgl. Nitzsch zur Stelle; Bekker lies't κατὰ κλῶϑές τε β.
-
51 κατα-κέφαλα
κατα-κέφαλα, = κατὰ κεφαλῆς, kopfunten, umgekehrt, Sp., wie Geop.
-
52 κατα-δρύπτω
κατα-δρύπτω, zerkratzen, zerfleischen; in tmesi, κατὰ δ' ἐδρύπτοντο παρειάς, sie zerfleischten sich die Wangen, Hes. Sc. 243; τὸ πρόςωπον Rufin. 28 (V, 43); ὄνυξι M. Anton. 6, 20.
-
53 κατα-δρομή
κατα-δρομή, ἡ, 1) das Anrennen gegen Einen, der Streifzug, Thuc. 1, 142; τὴν χώραν καταδρομαῖς λείαν ἐποιεῖτο 8, 41; καταδρομὰς ποιεῖσϑαι 7, 27, wie Xen. Cyr. 3, 3, 23; καταδρομῆς γενομένης τῶν φυγάδων Lys. 20, 28; ὥςπερ καταδρομὴν ἐποιήσω ἐπὶ τὸν λόγον μου Plat. Rep. V, 472 a; vgl. καταδρομὴν μέλλει ποιεῖσϑαι περὶ ἐμοῦ Aesch. 1, 135. Oft bei Pol., auch übertr., κατὰ τοῦ Ἐφόρου Τίμαιος πλείστην πεποίηται καταδρομήν 12, 23, 1, er zieht gegen ihn mit heftigem Tadel los; auch öfter bei Ath. – 2) Zufluchtsort, Schlupfwinkel, Ael. H. A. 2, 9. 5, 49.
-
54 κατα-μικρόν
κατα-μικρόν, d. i. κατὰ μικρόν, besser getrennt geschrieben, im Kleinen, stückweis; von der Zeit, nach und nach, allmälig.
-
55 κατα-δακρυ-χέων
κατα-δακρυ-χέων, richtiger getrennt κατὰ δάκρυ χέων geschrieben.
-
56 κατα-δακτυλικός
κατα-δακτυλικός, der zum καταδακτυλίζειν geneigt ist, Ar. Equ. 1381, wo der Schol. erkl. συνουσιαστικος κατὰ τοῦ πρωκτοῦ.
-
57 κατα-δαίω
κατα-δαίω (s. δαίω), zertheilen, zerstückeln; als Tmesis rechnet man hierher οἰωνοὶ κατὰ πάντα δάσονται Il. 22, 354; ὑπ' ἰχϑύων καταδασϑῆναι Luc. Demon. 35; καταδέδασται erwähnt Hesych.
-
58 κατα-δέρκομαι
κατα-δέρκομαι (s. δέρκομαι), herabsehen, herabschauen, οὐδέ ποτ' αὐτοὺς Ἠέλιος καταδέρκεται ἀκτίνεσσιν Od. 11, 16, er schau't mit den Strahlen nicht auf sie herab, erblickt sie nicht; πᾶσαν ἐπὶ χϑόνα H. h. Cer. 70; μανίας ἄνϑος καταδερχϑείς Soph. Tr. 995; sp. D., wie Man. 6, 284; κατὰ δ' ἔδρακον Opp. Hal. 1, 10.
-
59 κατα-δέω
κατα-δέω (s. δέω), 1) anknüpfen, festbinden; κατέδησαν ἐϋτμήτοισιν ἱμᾶσιν φάτνῃ ἐφ' ἱππείῃ Il. 10, 567, wie 8, 434; ἐμὲ ἐνὶ νηΐ Od. 14, 345, δεσμῷ ἐν ἀργαλέῳ 15, 443; zubinden, verschließen, versperren, ἀνέμων κέλευϑα 5, 383. 10, 20; ähnlich ἐμοὶ κατέδησε κέλευϑα 7, 272; τοῦ γε ϑεοὶ κατὰ νόστον ἔδησαν, sie verhinderten seine Rückkehr, 14, 61; ἐν φόβῳ καταδεϑεῖσα Eur. Ion 1498, der auch das med. braucht, ἀγχόνειον βρόχον δι' ἐμὲ κατεδήσατο Hel. 693; καταδεδεμένον τοὺς ὀφϑαλμούς, mit verbundenen Augen, Her. 2, 122. – 2) binden, ins Gefängniß werfen; συνέλαβέ σφεας καὶ κατέδησε Her. 3, 143; τοὺς ἄλλους κατέδησαν τὴν ἐπὶ ϑανάτῳ 5, 72, vgl. ἐπί, Folgde; τοὺς μὲν δούλους ἠλευϑέρωσαν, τοὺς δ' ἐλευϑέρους κατέδησαν Thuc. 8, 15; dah. auch verurtheilen, ὅσοι μὲν κατέδησαν φῶρα εἶναι, im Ggstz von ἀπολύειν, Her. 2, 174. 4, 68. – Uebertr., ἐν τούτῳ τῷ πάϑει μάλιστα καταδεῖται ψυχὴ ὑπὸ σώματος Plat. Phaed. 83 d. – 31 durch magische Knoten bezaubern, behexen; neben καταγοητεύω D. Cass. 50, 6; Harpocr. Vgl. κατάδεσμος. So auch zu nehmen καταδέδενται οἱ ἔρωτες Ath. XV, 670 c.
-
60 κατα-ξαίνω
κατα-ξαίνω, zerkrempeln, eigtl. wie das simplex von der Wolle, Plat. com. bei Poll. 7, 30; ἔρια κατεξασμένα Hippocr. Gew. übertr., zerreißen, zerschlagen, aufreiben, verzehren, πνοαὶ τρίβῳ κατέξαινον ἄνϑος Ἀργείων Aesch. Ag. 190; πέτροις καταξανϑείς, gesteinigt, Soph. Ai. 728; κατεξάνϑαι βολαῖς Eur. Phoen. 1152; Suppl. 503; Ar. Ach. 320 τί φειδόμεσϑα τῶν λίϑων μὴ οὐ καταξαίνειν τὸν ἄνδρα τοῦτον εἰς φοινικίδα, zu einem Purpurkleide schlagen, d. i. nach den Schol. steinigen, daß der ganze Leib blutig ist. Aber auch ϑνήσκειν πυρὶ καταξανϑέντας, Eur. Herc. Fur. 285, u. κατεξάνϑην πόνοις, ich wurde aufgerieben, Med. 1030; ὡς ἀσϑενεῖ τε καὶ κατέξανται δέμας Hipp. 274; so auch in späterer Prosa, κατὰ γῆς ἐν τοῖς ὀρύγμασι καταξαινόμενοι τὰ σώματα ἀποϑνήσκουσι D. Sic. 5, 38; aber πέτρα κατεξαμμένη ist ein ausgehöhlter Fels, id. 17, 71, wie von den Bildhauern gesagt wird λίϑους καταξαίνειν, 1, 98, l. d.; Hippocr. u. Long. haben das perf. κατέξασμαι.
См. также в других словарях:
κατά — και κατ , μπροστά από φωνήεν με ψιλή και καθ , μπροστά από φωνήεν με δασεία, πρόθ. 1. με γενική σημαίνει α. κίνηση: Πήγε κατά διαβόλου. β. εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου: Όρμησε κατά του αντιπάλου του. γ. εχθρική διάθεση: Είναι κατά του πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατά — downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
κάτα — (I) η (Μ κάτ[τ]α) γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. catta «είδος αιλουροειδούς»]. (II) κᾆτα (Α) στην αττ. διάλ. κράση τών λ. καὶ είτα … Dictionary of Greek
κατα- — (από την πρόθ. κατά), α’ συνθετ. λέξεων για επίταση: κατάμαυρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάτα — κάτος following neut nom/voc/acc pl κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆτα — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc/acc dual ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆτα — εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κατὰ ροῦν φέρεσθαι. — См. Идти против течения … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὰ κατὰ πρόσωπα δυσχεραίνουσι καὶ κύνες. — τὰ κατὰ πρόσωπα δυσχεραίνουσι καὶ κύνες. См. Такая красава, что в окно глянет, конь прянет, на двор выйдет три дня собаки лают … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄλον τὸν βοῦν ἔφαγε, κατὰ δὲ τὴν κέρκον ἀπηγόρευσε. — См. Собаку съел, только хвостом подавился … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)