-
1 κατα-κοσμέω
κατα-κοσμέω, in Ordnung bringen; ἐπὶ νευρῇ κατακόσμει πικρὸν ὀϊστόν, lege den Pfeil auf der Sehne in Ordnung, Il. 4, 118; im med., ἐπὴν δὴ πάντα δόμον κατακοσμήσησϑε, Od. 22, 440; κατὰ ξυγγενείας εἰς τάξιν πρὸς ἄλληλα Plat. Tim. 88 e; πόλιν καὶ ἰδιώτας ἐν μέρει ἑκάστους Rep. VII, 540 b; τὴν διάνοιαν, sammeln, Plut. Brut. 13, med., πρὸς γνώμην τινός, sich danach richten, Comp. Per. 3; – ausschmücken, οἷον ἄγαλμα Phaedr. 252 d; ὅπλοις Xen. Hier. 11, 3; bewaffnen, Pol. 3, 114, 1; übertr., βουλόμενος τον φύσαντα σεμνοτέροις κατακοσμῆσαι πράγμασι Ar. Vesp. 1473; Sp., κατακοσμοῠντες ἑαυτούς, ehren, Plut. Rom. 23.
-
2 συγ-κατα-κοσμέω
συγ-κατα-κοσμέω, zusammenordnen, -stellen, Plut. fac. orb. lun. 25.
-
3 κοσμέω
κοσμέω, 1) ordnen; bes. ein Heer zur Schlacht in Reih' und Glied stellen, Il., κοσμῆσαι ἵππους τε καὶ ἀνέρας 2, 534, vgl. 14, 379; ἐπεὶ κόσμηϑεν, = ἐκοσμήϑησαν, 3, 1; πένταχα κοσμηϑέντες, in fünf Schaaren geordnet, 12, 87 (vgl. διακοσμέω); auch im med., κοσμησάμενος πολιήτας, nachdem er sich die Bürger, seine Bürger geordnet hat, 2, 806; Θρῇκα κοσμήσων στρατόν Eur. Rhes. 662; u. in Prosa, ἐπὶ τάξις πλεῦνας ἐκεκοσμέατο Her. 9, 31, στρατιὰ ϑεῶν κατὰ ἕνδεκα μέρη κεκοσμημένη Plat. Phaedr. 247 a; auch τεταγμένον τε καὶ κεκοσμημένον πρᾶγμα, Gorg. 504 a; auch ταπεινὸς καὶ κεκοσμημένος, gesetzt u. bescheiden, Legg. IV, 716 a. – Daher auch = befehl en, Soph. Ai. 1082, τὰ κοσμούμενα, die Anordnungen, Befehle, Ant. 673; so noch D. Hal. 2, 7, ἡγεμὼν ἑκάστην ἐκόσμει δεκάδα. – Bes. bei den Kretern = die höchste obrigkeitliche Würde haben, Pol. 23, 15, 1; vgl. Arist. pol. 2, 10. – Uebh. anordnen, einrichten; δεῖπνον Pind. N. 1, 22; τράπεζαν Xen. Cyr. 8, 2, 6; τράπεζαν ἀφϑόνως αὑτῷ κεκοσμημένον Bato bei Ath. XIV, 639 f; vgl. noch Soph. ἡ μὲν εἰς τάφον λέβητα κοσμεῖ, El. 1393; ἀοιδήν H. h. 6, 59; ἔργα κοσμεῖν, die Geschäfte ordentlich ausrichten, verrichten, Hes. O. 308. – Κοσμεῖσϑαι εἴς τι, zu Etwas gerechnet, zugeordnet werden, τὰ τέκνα αὐτοῦ εἰς Πέρσας κεκοσμέαται, Her. 6, 41, vgl. 3, 91. – 2) schmücken, zieren, χρυσῷ κοσμηϑεῖσα Ἀφροδίτη H. h. Ven. 65; Hes. O. 72 Th. 573; δόμον τριπόδεσσιν Pind. I. 1, 19; λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός Aesch. Spt. 461; τοῖς ἐμοῖς ὅπλοισι κοσμηϑεὶς φανεῖ Soph. Phil. 1053, wie Eur. Phoen. 1368 u. öfter; in Prosa häufig, z. B. ἀλλοτρίοις χρώμασι καὶ κόσμοις κοσμούμενος Plat. Phaedr. 249 d; auch μεϑ' ὅπλων τε καὶ ἵππων κοσμεῖσϑαι, Legg. VII, 796 c; Sp. – Ehren, bes. die Todten, τάφον Soph. Ant. 592, λουτροῖς ἐκόσμησ' ἄϑλιον βάρος El. 1128, ὅταν σὺ κοσμήσῃς νέκυν Eur. Troad. 1147; mit Worten, εὖ ὅδε ἑαυτὸν κοσμεῖ τῷ λόγῳ Plat. Lach. 197 e, u. so auch A.; αἱ τῶνδε ἀρεταὶ τὴν πόλιν ἐκόσμησαν Thuc. 2, 42; καὶ τιμᾶν Xen. Cyr. 1, 3, 3; auch ἐπὶ τὸ μεῖζον κοσμεῖν, ausschmücken u. vergrößern, Thuc. 1, 21; bereichern, πλούτῳ ὑπερβάλλοντι ἐκόσμησε Hdn. 3, 10, 12.
-
4 δια-κοσμέω
δια-κοσμέω, ordnen, in Ordnung bringen; Hom. Iliad. 2, 476 ὥς τ' αἰπόλια αἰπόλοι ἄνδρες ῥεῖα διακρίνωσιν, ἐπεί κε νομῷ μιγέωσιν, ἃς τοὺς ἡγεμόνες διεκόσμεον ἔνϑα καὶ ἔνϑ α ὑσμίνηνδ' ἰέναι; vs. 126 ἡμεῖς δ' ἐς δεκάδας διακοσμηϑεῖ. μεν Ἀχαιοί; vs. 655 Ῥοδίων –, οἳ Ῥόδον ἀμφινέμοντο διὰ τρίγα κοσμηϑέντες, Λίνδον Ἰηλυσόν τε καὶ Κάμειρον; von Jägerschaaren Odyss. 9, 157 διὰ δὲ τρίχα κοσμηϑέντες βάλλομεν; vom Aufräumen und Reinigen eines Saales Odyss. 22, 457 αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πᾶν μέγαρον διεκοσμήσαντο, medium Homerisch in der Bedeutung des activ. Vgl. ἀποκοσμέω, ἐγκοσμέω, κατακοσμέω. – Folgende: Herodot. 1, 100 ἐπείτε δὲ ταῦτα διεκόσμησε καὶ ἐκράτυνε ἑωυτὸν τῇ τυραννίδι: τὴν πομπήν Thuc. 1, 20; τὰ ἄλλα διεκόσμησε τὰ κατὰ τὸν πόλεμον, ὅπλοις καὶ ἵπποις καὶ τῇ ἄλλῃ παρασκευῇ 2, 100; τὰ πράγματα Plat. Phaed. 98 b; πόλεις Legg. III, 685 b; λόγον Phaedr. 277 c; auch Sp.; τὴν πολιτείσν, τὰς ἱερωσύνας, Plut. Thes. 24 Num. 14.
-
5 κατακοσμέω
κατα-κοσμέω, in Ordnung bringen; ἐπὶ νευρῇ κατακόσμει πικρὸν ὀϊστόν, lege den Pfeil auf der Sehne in Ordnung; τὴν διάνοιαν, sammeln; πρὸς γνώμην τινός, sich danach richten; ausschmücken; bewaffnen; κατακοσμοῠντες ἑαυτούς, ehren -
6 συγκατακοσμέω
συγ-κατα-κοσμέω, zusammenordnen, -stellen
Перевод: со всех языков на немецкий
с немецкого на все языки- С немецкого на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский