-
1 καταφυτεία
καταφῠτ-εία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφυτεία
-
2 καταφύτευσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφύτευσις
-
3 καταφυτεύω
A plant, ib.Ex.15.17,al.;ἀγορὰν πλατάνοις Plu.Cim.13
, cf. Luc.VH2.42;λαὸν εἰς τόπον LXX 2 Ma.1.29
.II transplant, acclimatize,τοὺς πέραν Εὐφράτου καρποὺς ἐπὶ τὰ κάτω τῆς Ἀσίας μέρη SIG22.13
(Epist. Darei), cf. Posidon. 68 J., Str.15.3.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφυτεύω
-
4 κατάφυτος
κατάφῠτ-ος, ον,A full of plants or trees,τόποι Plb.18.20.1
: c. dat., planted with..,κηπεύμασι καὶ καρποῖς D.S.2.37
;δένδροις Str. 12.2.1
;ἀσφοδέλῳ Luc.Nec.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάφυτος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский