-
1 κατάστερος
η, ο [ος, ον ] звёздный, усеянный звёздами -
2 κατάστερος
κατ-άστερος, mit Sternen versehen, gestirnt -
3 σῦριγξ
σῦριγξ, ιγγος, ἡ, jede Röhre, jeder röhrenartig ausgehöhlte Körper; dah. a) die Pfeife, Flöte, bes. die Hirten-, Pansflöte, die aus mehrern, mit einander verbundenen, stufenweis abnehmenden Röhren von ungleicher Länge u. Dicke bestand; αὐλῶν συρίγγων τ' ἐνοπήν, Il. 10, 13; νομῆες τερπόμενοι σύριγξι, 18, 526; Hes. Sc. 278; οὐ μολπὰν σύριγγος ἔχων, Soph. Phil. 213; oft bei Eur., συρίγγων ὑπὸ καλαμόεσσαν ἰαχάν I. A. 1038; καὶ αὖ κατ' ἀγροὺς τοῖς νομεῦσι σῦριγξ ἂν εἴη, Plat. Rep. III, 399 d; Conv. 215 b; Folgde; Plat. Legg. III, 700 c ζημιοῦν αὖ τὸν μὴ πειϑόμενον οὐ σῦριγξ ἦν, vielleicht das Auszischen (vgl. auch συρίζω). – Auch das Mundstück der eigentlichen Flöte, Plut. de mus. 21; das Pfeifen Strab. 9, 3, 10. – b) der Speerbehälter, ἐκ δ' ἄρα σύριγγος πατρώϊον ἐσπάσατ' ἔγχος, Il. 19, 387. – c) die Büchse am Rade; σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοι, Aesch. Spt. 187; ἀξονήλατοι, Suppl. 178; Soph. El. 711; τροχῶν, Eur. Hipp. 1234; ἁρμάτειοι, I. A. 230. – d) die Blutadern; ἔτι γὰρ ϑερμαὶ σύριγγες ἄνω φυσῶσι μέλαν μένος, Soph. Ai. 1391; Medic., vgl. Lob. – e) ein hohles Geschwür, Fistel, Medic.; S. Emp. adv. gramm. 314. – f) Erdkluft, Höhle, Mine, sowohl von Natur, als durch Kunst angelegt; Pol. 22, 11, 8; κατάστερος, 9, 41, 9. Bes. hießen σύριγγες die unterirdischen Begräbnißhöhlen der ägyptischen Könige bei Theben, Ael. H. A. 16, 15; Jac. Philostr. imagg. p. 679. – g) eine bedeckte Gallerie zwischen zwei Gebäuden, Ath. V, 205 d; vgl. Strab. 9, 2, 8; Pol. 15, 30, 6.
См. также в других словарях:
κατάστερος — η, ο (AM κατάστερος, ον) γεμάτος αστέρια, έναστρος, διάστερος, πολύαστρος μσν. αρχ. 1. εκκλ. (για άμφια ή σκεύη) αυτός που έχει πάνω του αστέρια, που είναι διακοσμημένος με αστέρια 2. μτφ. (ειδ. για την ουρά τού παγωνιού) πολυποίκιλτος,… … Dictionary of Greek
κατάστερος — η, ο ο γεμάτος από αστέρια, έναστρος: Βλέπαμε τον κατάστερο ουρανό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταστερίζω — (Α καταστερίζω) [κατάστερος] τοποθετώ κάποιον ή κάτι μεταξύ τών αστέρων, κατατάσσω σε αστερισμό («ὁ Κρόνος πάντας κατηστέρησε», Πλούτ.) αρχ. 1. ορίζω, σημειώνω κάποιον αστερισμό 2. στολίζω με αστέρια («κατηστερισμένα ζῴδια», Ίππαρχ.) … Dictionary of Greek
καταστερώ — καταστερῶ, όω (Α) [κατάστερος] 1. καταστερίζω* 2. παθ. καταστεροῡμαι, όομαι α) είμαι γεμάτος αστέρια β) είμαι στολισμένος με αστέρια 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατηστερωμένος, η, ον αυτός τού οποίου το όνομα έχει δοθεί σε αστερισμό … Dictionary of Greek
πανάστερος — πανάστερος, ον (Μ) γεμάτος άστρα, κατάστερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀστέρας] … Dictionary of Greek