-
1 κατάλογος
См. также в других словарях:
καταψυχίτσιν — καταψυχίτσιν, τὸ (Μ) δρόσισμα τού καιρού, δροσούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατά ψυχον + υποκορ. κατάλ. ίτσιν (πρβλ. καταλογ ίτσιν, κρομμυδ ίτσιν)] … Dictionary of Greek
1 κατάλογος
καταψυχίτσιν — καταψυχίτσιν, τὸ (Μ) δρόσισμα τού καιρού, δροσούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατά ψυχον + υποκορ. κατάλ. ίτσιν (πρβλ. καταλογ ίτσιν, κρομμυδ ίτσιν)] … Dictionary of Greek