Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εκλογικοί

См. также в других словарях:

  • εκλογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους εκλογείς ή στις εκλογές («εκλογικός νόμος, εκλογικοί κατάλογοι, εκλογικοί αντιπρόσωποι») …   Dictionary of Greek

  • ζυμώνω — (AM ζυμῶ, όω, Μ και ζυμώνω) 1. αναμιγνύω αλεύρι ή άλλο αμυλώδες υλικό με νερό, μαλάσσω το μίγμα για να δημιουργηθεί μάζα πηχτή («ζυμώνω ψωμί») 2. αναμιγνύω οποιαδήποτε ύλη με νερό καθιστώντας την πολτώδη («ζυμώνω γύψο») 3. παρασκευάζω μίγμα με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»