-
1 κατάλογος
См. также в других словарях:
εκλογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους εκλογείς ή στις εκλογές («εκλογικός νόμος, εκλογικοί κατάλογοι, εκλογικοί αντιπρόσωποι») … Dictionary of Greek
ζυμώνω — (AM ζυμῶ, όω, Μ και ζυμώνω) 1. αναμιγνύω αλεύρι ή άλλο αμυλώδες υλικό με νερό, μαλάσσω το μίγμα για να δημιουργηθεί μάζα πηχτή («ζυμώνω ψωμί») 2. αναμιγνύω οποιαδήποτε ύλη με νερό καθιστώντας την πολτώδη («ζυμώνω γύψο») 3. παρασκευάζω μίγμα με… … Dictionary of Greek