-
1 καταβορρος
-
2 κατάβορρος
κατάβορροςsheltered from the north: masc /fem nom sg -
3 κατάβορρος
κατάβορρος, ον,A sheltered from the north, i. e. facing the south, ἀπὸ τῶν ἄρκτων κ. Pl.Criti. 118b, cf. Thphr.CP2.9.7; [ οἰκία] κ. Arist.Oec. 1345a33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάβορρος
-
4 κατάβοῤῥος
κατα-βόρειος, u. κατά-βοῤῥος, unter dem Nordwinde, gegen den Nordwind geschützt -
5 καταβόρροις
κατάβορροςsheltered from the north: masc /fem /neut dat pl -
6 κατά-βοῤῥος
κατά-βοῤῥος, dasselbe; ἀπὸ τῶν ἄρκτων κατάβοῤῥος Plat. Critia. 118 b; οἰκία, im Ggstz von πρόςβοῤῥος, Arist. Oec. 1, 6.
См. также в других словарях:
κατάβορρος — κατάβορρος, ον (Α) αυτός που προφυλάσσεται από τον βοριά στρεφόμενος προς τον νότο («ὁ δὲ τόπος οὗτος... πρὸς νότον ἐτέτραπτο, ἀπὸ τῶν ἄρκτων κατάβορρος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βορρος (< Βορέας), πρβλ. πρόσ βορρος, υπο παρά βορρος] … Dictionary of Greek
κατάβορρος — sheltered from the north masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβόρροις — κατάβορρος sheltered from the north masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβόρειος — καταβόρειος, ον (Α) κατάβορρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βόρειος (< βόρειος), πρβλ. δια βόρειος, υπερ βόρειος] … Dictionary of Greek