Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατάβορρος

См. также в других словарях:

  • κατάβορρος — κατάβορρος, ον (Α) αυτός που προφυλάσσεται από τον βοριά στρεφόμενος προς τον νότο («ὁ δὲ τόπος οὗτος... πρὸς νότον ἐτέτραπτο, ἀπὸ τῶν ἄρκτων κατάβορρος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βορρος (< Βορέας), πρβλ. πρόσ βορρος, υπο παρά βορρος] …   Dictionary of Greek

  • κατάβορρος — sheltered from the north masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβόρροις — κατάβορρος sheltered from the north masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβόρειος — καταβόρειος, ον (Α) κατάβορρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βόρειος (< βόρειος), πρβλ. δια βόρειος, υπερ βόρειος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»