-
1 κατά-βοῤῥος
κατά-βοῤῥος, dasselbe; ἀπὸ τῶν ἄρκτων κατάβοῤῥος Plat. Critia. 118 b; οἰκία, im Ggstz von πρόςβοῤῥος, Arist. Oec. 1, 6.
-
2 καταβόρειος,
κατα-βόρειος, u. κατά-βοῤῥος, unter dem Nordwinde, gegen den Nordwind geschützt -
3 κατάβοῤῥος
κατα-βόρειος, u. κατά-βοῤῥος, unter dem Nordwinde, gegen den Nordwind geschützt -
4 καταβορρος
См. также в других словарях:
υποπαράβορρος — ον, Α ο κάπως εκτεθειμένος στον Βορρά («δένδρα ὑποπαράβορρα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + παρ(α) * + βορρος (< Βορρᾶς), πρβλ. κατά βορρος] … Dictionary of Greek