Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κασίγνητος

См. также в других словарях:

  • κασίγνητος — κασίγνητος, ὁ, ἡ, θηλ. και κασιγνήτη, αιολ. τ. κασιγνήτα, κυπρ. τ. κασινήτα και καινίτα (Α) 1. αδελφός, αδελφή, και ειδ. ο, η ομοπάτριος (α. «Ἰφιδάμαντος κασίγνητον», Ομ. Ιλ. β. «τώδε τὼ κασιγνήτω» οι δύο αυτές αδελφές, Σοφ.) 2. (το θηλ. και… …   Dictionary of Greek

  • κασίγνητος — brother masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασιγνήτω — κασίγνητος brother masc nom/voc/acc dual κασίγνητος brother masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασιγνήτοιο — κασίγνητος brother masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασιγνήτοις — κασίγνητος brother masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασιγνήτοισι — κασίγνητος brother masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασιγνήτοισιν — κασίγνητος brother masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασιγνήτου — κασίγνητος brother masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασιγνήτους — κασίγνητος brother masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασιγνήτων — κασίγνητος brother masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασιγνήτῳ — κασίγνητος brother masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»