Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κασιγνήτῳ

См. также в других словарях:

  • κασιγνήτω — κασίγνητος brother masc nom/voc/acc dual κασίγνητος brother masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασιγνήτῳ — κασίγνητος brother masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασιγνήτωι — κασιγνήτῳ , κασίγνητος brother masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… …   Dictionary of Greek

  • κασίγνητος — κασίγνητος, ὁ, ἡ, θηλ. και κασιγνήτη, αιολ. τ. κασιγνήτα, κυπρ. τ. κασινήτα και καινίτα (Α) 1. αδελφός, αδελφή, και ειδ. ο, η ομοπάτριος (α. «Ἰφιδάμαντος κασίγνητον», Ομ. Ιλ. β. «τώδε τὼ κασιγνήτω» οι δύο αυτές αδελφές, Σοφ.) 2. (το θηλ. και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»