Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καρήνῳ

См. также в других словарях:

  • Καρήνῳ — Κάρηνος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρήνῳ — κάρηνον head neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρήνωι — Καρήνῳ , Κάρηνος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρήνωι — καρήνῳ , κάρηνον head neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβιστητήρ — κυβιστητήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κυβιστώ] 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα την κυβίστηση, ο επαγγελματίας ακροβάτης και χορευτής που ήταν εξασκημένος να εκτελεί τούμπες και περιστροφικές κινήσεις στηριζόμενος στα πόδια του («δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ αὐτοὺς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»