-
1 Καρήνω
-
2 Καρήνῳ
-
3 καρήνω
-
4 καρήνῳ
-
5 Καρήνωι
Καρήνῳ, Κάρηνοςmasc dat sg -
6 καρήνωι
καρήνῳ, κάρηνονhead: neut dat sg -
7 σφίγγω
Aσφίγξω AP12.208
(Strat.): [tense] aor.ἔσφιγξα Alex.31
, AP10.75 (Pall.), etc.:—[voice] Med., [tense] aor.ἐσφιγξάμην Hermesian.7.81
, Nonn.D.15.247, al.:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐσφίγχθην AP6.331
(Gaet.), ([etym.] ἀπ-) Hp.Mochl.35: [tense] pf.ἔσφιγμαι D.H.7.72
, Luc.Musc. Enc.3; inf. , Philostr.VA2.13: [tense] plpf.συνέσφικτο Procop.Gaz. p.168B.
:—bind tight, bind fast:I of the person or thing bound,ἄρασσε μᾶλλον, σφίγγε A.Pr.58
;σφίγγετ', ἀμαλλοδέται, τὰ δράγματα Theoc.10.44
; κεκρύφαλοι σ. τεὴν τρίχα; AP5.259 (Paul. Sil.);κρημνᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῦ τραχήλου Luc. Asin.24
;σ. πύλας
shut close,AP
5.293.5 (Agath.); τόκους clutch, ib. 11.289 (Pall.); σ. τὴν φράσιν straiten, abridge, Plu.2.1011e, cf. Demetr.Eloc. 244; πολλῷ χρόνῳ τὸν λόγον σφίγξαντες having severely restrained their utterance, Plu.2.6e:—[voice] Pass.,ἐσφίγγετο πέπλος ζωστῆρι Theoc.7.17
;σ. ὑπὸ τοῦ βρόχου D.S.12.17
;σφιγχθεὶς χέρας APl.4.198
(Maec.);σ. δράκοντι AP6.331
(Gaet.);οὐ κατὰ τοὺς σφῆκας πάνυ ἐσφιγμένοι Luc.Musc.Enc.3
:—also [voice] Med. (in act. sense), Hermesian.7.81, Nonn.D.13.11, al.2 of the thing used in binding, στραγγαλίδας ἐσφίγγετε you tied knots fast, i.e. raised all sorts of difficulties, Pherecr.21;σ. τὴν ἀγκύλην τῆς ἐμβάδος Alex.31
;σφίγξω σοῖς περὶ ποσσὶ πέδην AP5.178
(Mel.); σφίγγουσα τὰ πρὸς τοῖς γόνασι (sc. σπάργανα) Sor.1.84;νεβρίδα στέρνοισι Nonn.D.1.36
;πέπλα.. ἑῷ καρήνῳ Musae.252
;σφιγχθεὶς στέφανος AP12.135
(Asclep.).II bind or hold together,αἰθὴρ σ. περὶ κύκλον ἅπαντα Emp.38.4
;σ. πάντα Pl.Ti. 58a
;ὁ ὠκεανὸς σ. τὴν οἰκουμένην Arist.Mu. 393b9
, cf. Melinno ap.Stob.3.7.12, AP5.293.20 (Agath.).3 tighten up, τὴν ἐκ τῆς μαλακῆς τρίψεως ἀραιότητα ς. Gal.6.91; of astringents, ib.477; σύες.. τοῖς ἄρρεσιν ἐμφερῶς ἐσφιγμέναι sows with firm flesh like boars, Sor.1.30;ὑπὸ τῆς ἐμφύτου θερμασίας ἀναχαλᾶται τῶν ἐσφιγμένων ἕκαστον Id.2.10
. -
8 ἐπαιωρέω
A keep hovering over another, στέφανον καρήνῳ, πέτρον καρήνων, Nonn.D.5.132, 4.456; keep floating in,ἐ. πτερὸν ἠερι πολλῷ Epigr.Gr.312.5
([place name] Smyrna): metaph.,ἐ. [εὐτυχίαις] βίον AP7.645
(Crin.).II [voice] Pass., hover over or on the surface, float upon,ἐπανθισμὸς ἐ. χαλκείοις Dsc.5.92
, cf. 75; ἐλπίσιν ἐπαιωρούμενοι buoyed up by.., Luc.Alex.16; ἐπαιωρεῖσθαι πολέμῳ hang over it, conduct it remissly, Plu.Pel.29; in Hp.Art.75, of one who throws his whole weight upon another, during a surgical operation.2 overhang, threaten,σφιν ἐπὶ δέος ᾐωρεῖτο A.R.1.639
;Σκύθαι τοῖς μέσοις ἐπαιωροῦντο Them. Or.8.119c
;ξίφος αὐχέσι ἐ. Hdn.5.2.1
: c. gen.,τῶν πολεμίων Plu. Fab.5
: abs.,τὰ ἐκτὸς ἐπῃωρημένα Ph.1.650
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαιωρέω
См. также в других словарях:
Καρήνῳ — Κάρηνος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρήνῳ — κάρηνον head neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρήνωι — Καρήνῳ , Κάρηνος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρήνωι — καρήνῳ , κάρηνον head neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβιστητήρ — κυβιστητήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κυβιστώ] 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα την κυβίστηση, ο επαγγελματίας ακροβάτης και χορευτής που ήταν εξασκημένος να εκτελεί τούμπες και περιστροφικές κινήσεις στηριζόμενος στα πόδια του («δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ αὐτοὺς… … Dictionary of Greek