-
1 καρχασιον
-
2 καρχάσιον
1 masthead ἀνὰ δ' ἱστία τεῖνον πρὸς ζυγὸν καρχασίου (τὸ ἄκρον τοῦ ἱστοῦ Σ.) N. 5.51 -
3 καρχησιον
дор. καρχάσιον (χᾱ) τό1) мор. верхний конец мачты, топ(πίπτειν ἐκ καρχησίων Eur.; γλαῦξ τοῖς καρχησίοις ἐπικαθίζουσα Plut.)
2) кархесий (кубок, расширяющийся кверху и книзу) Diod.
См. также в других словарях:
καρχήσιο — το (Α καρχήσιον και δωρ. τ. καρχάσιον) το άνω άκρο τού ιστού τών ιστιοφόρων πλοίων αρχ. 1. είδος επιμήκους ποτηριού, κυπέλλου με δύο λαβές που εκτείνονταν από τα χείλη μέχρι τη βάση του, το οποίο αναφέρεται από πολλούς αρχαίους συγγραφείς ως… … Dictionary of Greek