-
1 καρτερία
καρτερίᾱ, καρτερίαpatient endurance: fem nom /voc /acc dualκαρτερίᾱ, καρτερίαpatient endurance: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————καρτερίαι, καρτερίαpatient endurance: fem nom /voc plκαρτερίᾱͅ, καρτερίαpatient endurance: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 καρτερία
-
3 καρτερια
ἥ стойкость, выносливость, тж. терпеливость(πρός τι Plat.; κ. ἀποσβεννυμένη Xen.; κ. καὴ ἐγκράτεια Arst.)
-
4 Καρτερια
τά Картерии ( остров близ Смирны) Thuc. -
5 καρτερίᾳ
Βλ. λ. καρτερία -
6 καρτερία
η см. καρτέρημα -
7 καρτερία
-ας ἡ N 1 0-0-0-0-6=6 4 Mc 6,13; 8,26; 11,12; 15,28.30endurance, perseverance 4 Mc 6,13; obstinacy (neg.) 4 Mc 8,26; adherence to, perseverance in [εἴς τι] 4 Mc 11,12Cf. HAAS 1989, 126 -
8 καρτερία
καρτερ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρτερία
-
9 καρτερία
patienceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καρτερία
-
10 καρτερίας
καρτερίᾱς, καρτερίαpatient endurance: fem acc plκαρτερίᾱς, καρτερίαpatient endurance: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 καρτερίαι
καρτερίαpatient endurance: fem nom /voc plκαρτερίᾱͅ, καρτερίαpatient endurance: fem dat sg (attic doric aeolic) -
12 καρτερίαν
καρτερίᾱν, καρτερίαpatient endurance: fem acc sg (attic doric aeolic) -
13 καρτερίαις
καρτερίαpatient endurance: fem dat pl -
14 καρτερίη
καρτερίαpatient endurance: fem nom /voc sg (epic ionic) -
15 καρτερίης
καρτερίαpatient endurance: fem gen sg (epic ionic) -
16 φιλο-πονία
φιλο-πονία, ἡ, Liebe, Lust zur Arbeit, Arbeitsamkeit; Plat. Rep. VII, 535 c; καὶ καρτερία Alc. I, 122 c; περί τι, Isocr. 1, 45; Pol. 8, 12, 6.
-
17 εὐ-τέλεια
εὐ-τέλεια, ἡ, u. ion. εὐτελέη, 1) Wohlfeilheit, πρὸς εὐτελέην τῶν σιτίων τάδε σφιν ἐξεύρηται Her. 2, 92. Dah. – 2) der geringe Werth, Geringfügigkeit, Arist. u. Sp., εἰς εὐτέλειαν, = εὐτελῶς, schlecht, Ar. Av. 805, wie Antiphan. Ath. IX, 402 d. Im guten Sinne, Einfachheit, Plat. Legg. I, 650 b; Frugalität, Sparsamkeit, φιλοκαλοῦμεν γὰρ μετ' εὐτελείας Thuc. 2, 40, vgl. 4, 86. 8, 1; Ggstz πολυχρηματία, Xen. Conv. 4, 42; καὶ καρτερία Apol. 24; personificirt als Εὐτελίη, Crat. phil. 4 (X, 104).
-
18 μαλακία
μαλακία, ἡ, Weichheit, bes. Weichlichkeit, wie sie bes. den Persern von den Griechen vorgeworfen wird, Isocr. 4, 149, Μήδων, Xen. Cyr. 8, 8, 15, μαλακίᾳ ϑρυπτομένου, Conv. 8, 8; Plat. vrbdt μαλακία καὶ ἀργία, Rep. III, 398 e, καὶ ἡμερότης, ib. 410 d; διὰ μαλακίαν ψυχῆς, Gorg. 491 b; καὶ ῥᾳϑυμία, Is. 10, 11; καὶ ἀταξίη, Her. 6, 11; der καρτερία entgegengesetzt, Mangel an Thatkraft, an kräftigen Entschlüssen, Schlaffheit im Handeln, Xen. Ages. 5, 2, wie auch Thuc. 1, 122 ἀξυνεσία, μαλακία, ἀμέλεια als Fehler der Bürger zusammenstellt; Arist. eth. 3, 7 erkl. es als τὸ φεύγειν τὰ ἐπίπονα; ἡ τρυφὴ μαλακία τίς ἐστι 7, 7. Von körperlicher Schwachheit, Her. v. Hom. 36. – Bei Isae. 8, 36 παράγων ἄνδρα ϑεραπείαις καὶ μαλακίαις hat Bekker κολακείαις aufgenommen.
-
19 πειθω
I.- οῦς ἥ1) искусство убежденияμελίγλωσσοι πειθοῦς ἐπαοιδαί Aesch. — медоточивые слова убеждения, сладкоречивые уговоры
2) убеждение, уговариваниеπειθοῖ καὴ βίᾳ Xen. — и убеждением, и силой;
μετὰ πειθοῦς Plat. — путем убеждения3) средство убеждения, довод(π. τινα ἔχειν πρός τινα Eur.)
π. τινα ζητεῖν Arph. — искать какого-л. довода4) послушание, повиновение(ἥ π. καὴ ἥ καρτερία Xen.)
II.(fut. πείσω, aor. 1 ἔπεισα, aor. 2 ἔπῐθον, pf. πέπεικα; эп. imper. aor. 2 πέπιθε; эп. opt. πεπίθοιμι; med.: aor. 2 ἐπιθόμην; pass.: fut. πεισθήσομαι, aor. ἐπείσθην, pf. πέπεισμαι, pf. 2 πέποιθα)1) убеждать, уговаривать, увещевать(τινὰ, φρένας τινός и φρένας τινί, θυμόν τινος и θυμόν τινι Hom.; τινὰ λόγῳ Aesch. - ср. 4; τὰ περί τινος NT.)
π. τινὰ ἑκόντα ποιεῖν τι Xen. — убеждать кого-л. сделать что-л. по доброй воле;οὐ πείθοντες Xen. — не прибегая к убеждениям, т.е. действуя силой;ἄγειν τινὰ πείσαντα Soph. — уговорить кого-л. уйти;νῦν δὲ πέπεισμαι Plat. — теперь же я (в этом) убедился;πεποιθότες ἐφ΄ ἑαυτοῖς NT. — уверенные в себе;med. — поддаваться убеждению, слушаться, повиноваться (τινι Hom., Xen. etc.;τοῖς λόγοις τινός Aesch.; τῷ νόμῳ Plat.):τίς τοι ἔπεσιν πείθηται ; Hom. — кто послушается твоих слов?;πείθου! и πιθοῦ! Soph. — послушайся!;ἐμοὴ πίθεσθε μέ βαρυστόνως φέρειν Aesch. — послушайтесь меня, не предавайтесь горю;π. τῇ παροιμίᾳ Plat. — следовать поговорке2) упрашивать, склонять, смягчать(τινὰ δώροισίν τ΄ ἔπεσσί τε Hom.; τέν καρδίαν τινός NT.)
μισθῷ π. τινὰ ποιεῖν τι Her. — склонить кого-л. за деньги сделать что-л.;χρήμασι πεισθῆναί τι Thuc. — за деньги согласиться на что-л.;πεπεισμένος γόοις τινός Aesch. — побужденный чьими-л. жалобами3) возбуждать, поднимать(ἀνέμῳ θυέλλας Hom.)
4) (преимущ. med.) доверять(ся), полагаться, верить(λόγῳ τινί Plat. - ср. 1; οἱ μὲν ἐπείθοντο τοῖς λεγομένοις, οἱ δὲ ἠπίστουν NT.)
ὔμμιν πέποιθα σαωσέμεναι νέας ἁμάς Hom. — вы, полагал я, спасете наши корабли -
20 долготерпение
долготерпениес ἡ καρτερία, ἡ ἐγκαρ-τέρηση [-ις], ἡ ὑπομονητικότητα.
См. также в других словарях:
καρτερία — καρτερίᾱ , καρτερία patient endurance fem nom/voc/acc dual καρτερίᾱ , καρτερία patient endurance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερίᾳ — καρτερίαι , καρτερία patient endurance fem nom/voc pl καρτερίᾱͅ , καρτερία patient endurance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερία — Ονομασία ατμοκίνητης κορβέτας, η οποία ναυπηγήθηκε στην Αγγλία το 1826, έπειτα από παραγγελία του φιλέλληνα πλοιάρχου Χάστινγκς. Ο ίδιος ανέλαβε τη διακυβέρνηση του νέου πλοίου, με το οποίο έπλευσε προς την Ελλάδα. Ήταν τροχήλατο ατμοκίνητο… … Dictionary of Greek
καρτερία — η υπομονή, ανοχή: Έχει μεγάλη καρτερία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρτερίας — καρτερίᾱς , καρτερία patient endurance fem acc pl καρτερίᾱς , καρτερία patient endurance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερίαι — καρτερία patient endurance fem nom/voc pl καρτερίᾱͅ , καρτερία patient endurance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερίαν — καρτερίᾱν , καρτερία patient endurance fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερίαις — καρτερία patient endurance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερίη — καρτερία patient endurance fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερίης — καρτερία patient endurance fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτονία — η (ΑΜ εὐτονία) [εύτονος] σφρίγος, ζωηρότητα, δυναμικότητα, ισχύς, ρώμη νεοελλ. ιατρ. η υγιής και άρτια κατάσταση τών μυών τού σώματος, η σωματική ευεξία μσν. η διάθεση για εργασία και δράση αρχ. 1. (ως ειδικός όρος στη φιλοσ. τών Στωϊκών) ο… … Dictionary of Greek