Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

καρτερίᾳ

См. также в других словарях:

  • καρτερία — καρτερίᾱ , καρτερία patient endurance fem nom/voc/acc dual καρτερίᾱ , καρτερία patient endurance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερίᾳ — καρτερίαι , καρτερία patient endurance fem nom/voc pl καρτερίᾱͅ , καρτερία patient endurance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερία — Ονομασία ατμοκίνητης κορβέτας, η οποία ναυπηγήθηκε στην Αγγλία το 1826, έπειτα από παραγγελία του φιλέλληνα πλοιάρχου Χάστινγκς. Ο ίδιος ανέλαβε τη διακυβέρνηση του νέου πλοίου, με το οποίο έπλευσε προς την Ελλάδα. Ήταν τροχήλατο ατμοκίνητο… …   Dictionary of Greek

  • καρτερία — η υπομονή, ανοχή: Έχει μεγάλη καρτερία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρτερίας — καρτερίᾱς , καρτερία patient endurance fem acc pl καρτερίᾱς , καρτερία patient endurance fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερίαι — καρτερία patient endurance fem nom/voc pl καρτερίᾱͅ , καρτερία patient endurance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερίαν — καρτερίᾱν , καρτερία patient endurance fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερίαις — καρτερία patient endurance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερίη — καρτερία patient endurance fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερίης — καρτερία patient endurance fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτονία — η (ΑΜ εὐτονία) [εύτονος] σφρίγος, ζωηρότητα, δυναμικότητα, ισχύς, ρώμη νεοελλ. ιατρ. η υγιής και άρτια κατάσταση τών μυών τού σώματος, η σωματική ευεξία μσν. η διάθεση για εργασία και δράση αρχ. 1. (ως ειδικός όρος στη φιλοσ. τών Στωϊκών) ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»