-
1 καρπ-ώδης
καρπ-ώδης, ες, fruchtbar?
-
2 καρπ-ώνης
-
3 καρπισμός
-------------------------------------------A vindiciae, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρπισμός
-
4 καρπίζω
A enjoy the fruits of, IG12(5).243 ([place name] Paros):— elsewh. always in [voice] Med.,κ. γῆν Theopomp.Hist.217b
;κλῆρον PFrankf.7.7
(iii B.C.), cf. Hyp.Fr. 119, LXXJo.5.12, IG5(2).419.14 (Phigalea, iii B.C.), ib.7.413.28, al. (Oropus, i B.C.), etc.;Χρόνον Epicur.Ep.3p.61U.
; but also, exhaust the soil,καρπίζεται τὴν γῆν μάλιστα πυρός Thphr.HP8.9.1
, cf. CP4.8.1: metaph.,δόξαν ἐσθλήν E.Hipp. 432
;κῦδος ἐκαρπίσατο Epigr.Gr.516.4
([place name] Aegae), cf. Supp.Epigr.3.781 ([place name] Gortyn); exploit, BGU 1571 (i A.D.); βέλτιον ἐμὲ (sc. τὴν σοφίαν)καρπίζεσθαι ὑπὲρ Χρυσίον LXXPr.8.19
.-------------------------------------------καρπ-ίζω (B), (Aκάρφος 11
) enfranchise a slave by touching him with the rod, καρπίζομαι ἐπὶ ἐλευθερίᾳ, = Lat. adseror, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρπίζω
-
5 καρπεία
καρπ-εία, ἡ,A usufruct, enjoyment, Plb.31.21.8, Test.Epict.3.5, v.l. in Ph.2.380;τῶν κρεῶν IG12(5).721
([place name] Andros): in pl., profits or emoluments of an office, PEleph.14.13 (iii B.C.), PTeb.6.34 (ii B.C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρπεία
-
6 κάρπευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάρπευμα
-
7 καρπεύω
A enjoy the fruits of, , IG9(1).693.3 (Corc.), cf. Plb.10.28.3: generally, profit by, Gal.9.790: abs., SIG1044.18 (Halic., iv/iii B.C.):— [voice] Med., Supp.Epigr.3.378B30 (Delph., ii/i B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρπεύω
-
8 καρπεῖον
καρπ-εῖον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρπεῖον
-
9 κάρπιμος
κάρπ-ιμος, ον,A fruit-bearing, fruitful, ; στάχυς, πέδον, E.Supp.31, Or. 1086;καρπίμους ἐτῶν κύκλους Id.Hel. 112
; ;κισσοῦ κλάδοι Alex. 119.5
; ; κάρπιμα πρῷα early crops, Ar.V. 264; θερίσαι κάρπιμα to reap the fruits, CIG4310.15 ([place name] Limyra), cf. PSI4.292.13 (iii A.D.); κ. [ ἀγαθά] property that yields a produce, opp. ἀπολαυστικά, Arist.Rh. 1361a17; opp. ἄκαρπα, Id.EN 1125a12: metaph., ἀμέλγεις τῶν ξένων τοὺς κ. from whom money can be wrung, Ar.Eq. 326.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάρπιμος
-
10 καρπιστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρπιστής
-
11 καρπιστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρπιστικός
-
12 καρπώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρπώδης
-
13 κάρπωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάρπωμα
-
14 καρπώνης
A buyer of fruit, IG22.1100 (ii A. D.), PFay.133.12 (iv A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρπώνης
-
15 καρπωνία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρπωνία
-
16 καρπώσιμος
καρπ-ώσιμος, ον,A yielding fruit, profitable, Hermipp.Hist.81.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρπώσιμος
-
17 κάρπωσις
A use, profit, X.Cyr.4.5.16.II offering offruits, LXXLe.4.10, al., IG 3.77 (pl., ii A. D.); sacrifice to Aphrodite at Amathus, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάρπωσις
-
18 καρπωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρπωτός
-
19 καρπώδης
καρπ-ώδης, ες, fruchtbar -
20 καρπώνης
καρπ-ώνης, ὁ, der Fruchtkäufer, -pächter
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Καρπ, Κάρολ Ρουθ — (Carol Ruth Karp, Μίσιγκαν 1926 – Μέριλαντ 1972). Αμερικανίδα μαθηματικός. Αποφοίτησε από το Κολέγιο Μάντσεστερ της Ιντιάνα το 1948 και έπειτα από δύο χρόνια ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές της στο πανεπιστήμιο της πολιτείας Μίσιγκαν. Το… … Dictionary of Greek
πυρωνία — ἡ, Α 1. η αγορά σιταριού 2. ως κύριο όν. ἡ Πυρωνία προσωνυμία τής Αρτέμιδος επειδή προήδρευε κατά την αγορά σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο τ. *πυρώνης (< πυρός «σιτάρι» + ώνης < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. καρπ ώνης: καρπ ωνία] … Dictionary of Greek
Papyrus 49 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 49 … Deutsch Wikipedia
ζουμερός — ή, ό 1. γεμάτος ζωμό, εύχυμος («ζουμερό λεμόνι») 2. μτφ. αυτός που περιέχει ουσία, καίριος, ουσιαστικός («ζουμερά λόγια» καίρια, σωστά λόγια, με ουσία) 3. μτφ. επικερδής, προσοδοφόρος («ζουμερή δουλειά»). επίρρ... ζουμερά 1. με χυμό 2. με ουσία,… … Dictionary of Greek
θρεψερός — ή, ό 1. γόνιμος, καρπερός 2. καλοθρεμμένος, θραψερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω (πρβλ. θρέψω, έθρεψα) + κατάλ. ερός (πρβλ. καρπ ερός)] … Dictionary of Greek
ισχαδώνης — ἰσχαδώνης, ὁ (Α) αυτός που αγοράζει ξηρά σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, άδος + ώνης (< ώνοῡμαι «αγοράζω»), πρβλ. καρπ ώνης, οπωρ ώνης] … Dictionary of Greek
καρπομετακάρπιος — α, ο ανατ. αυτός που είναι κοινός τού καρπού και τού μετακαρπίου, αυτός που αναφέρεται ή ανήκει από κοινού στον καρπό και στο μετακάρπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. carpometacarpal < carp (πρβλ. καρπ ός) + metacarpal < λατ.… … Dictionary of Greek
νήστιμος — νήστιμος, ον (ΑΜ, Α και νήστειμος, ον) αυτός που ανήκει στη νηστεία ή που κατά τη διάρκειά του γίνεται νηστεία («τοὺς νηστείμους ἑβδομάδας», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆστις «νηστικός» + κατάλ. ιμος (πρβλ. γνώρ ιμος, κάρπ ιμος)] … Dictionary of Greek
νόστιμος — η, ο (ΑΜ νόστιμος, ον) ο ευχάριστος στη γεύση, εύγευστος νεοελλ. μτφ. ωραίος, κομψός, χαριτωμένος, θελκτικός («είναι νόστιμη κοπέλα») αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστροφή στην πατρίδα 2. (για πρόσ.) αυτός που είναι ικανός να… … Dictionary of Greek
οινώνης — οἰνώνης, ὁ (Α) (κατά τον Φώτ.) «ἔμπορος οἴνου». [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. καρπ ώνης, τελ ώνης] … Dictionary of Greek
οπώριμος — ὀπώριμος, ον (Α) οπωροφόρος, καρποφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κατάλ. ιμος πιθ. κατά το κάρπ ιμος] … Dictionary of Greek