-
1 καρπόδεσμος
καρπό-δεσμος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρπόδεσμος
-
2 καρπός 2
καρπός 2.Grammatical information: m.Meaning: `root of the hand' (Il.).Compounds: As 1. member in καρπό-δεσμον, - δεσμος, - δέσμιον `bracelet' (pap., Luc.), hypostasis ὑπο-κάρπιος `under the hand-root' (Aristaenet.)Derivatives: καρπωτός `reaching to the h.' (LXX); καρπίζομαι `be taken at the h.', a. o. as sign of manumission, ἐπὶ ἐλευθερίᾳ = `adseror in libertatem' (gloss.), with καρπιστής `emancipator' (Arr.), καρπισμός, - ιστία `vindiciae' (gloss.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Schrader and Solmsen (s. on καρπάλιμος) connect a Germanic verb for `turn etc.', e. g. Goth. ƕaírban, OHG hwerban, hwerfan `turn oneself, werben'. So the basis would be *κϜαρπός from IE. *ku̯r̥p-; on the phonetics Schwyzer 302. - Doubtful further connections in Pok. 631. The root has no certain connections outside Germanic. Michler assumes that it is the same word as καρπός `fruit' ( Hermes 94 (1966) 314-319 [the article is too difficult for me]; see the remarks in Frisk III s.v.Page in Frisk: 1,793Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καρπός 2
См. также в других словарях:
κεφαλόδεσμος — ο (Α κεφαλόδεσμος) κεφαλόδεμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + δεσμός (< δεσμός < δέω (II) «δένω»), πρβλ. καρπό δεσμος, σχοινό δεσμος] … Dictionary of Greek
κοιλιόδεσμος — ο (Α κοιλιόδεσμος) ζώνη τής κοιλιάς, ζωστήρας για περίσφιγξη ή συγκράτηση τής κοιλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + δεσμός (πρβλ. καρπό δεσμος, κεφαλό δεσμος)] … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
δέσιμο — το (Μ δέσιμον) 1. το να δένει κανείς κάτι, να συμπλέκει τα άκρα κλωστής, σκοινιού, ευλύγιστης βέργας ώστε να σχηματίσουν κόμπο 2. η σύνδεση, συσκευασία αντικειμένων ώστε να αποτελέσουν δέμα 3. συναισθηματικός δεσμός 4. (για γάμο) η ένωση 5. (για… … Dictionary of Greek