Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καρπιστής

См. также в других словарях:

  • καρπιστής — καρπιστής, ὁ (Α) [καρπίζω (II)] αυτός που απελευθερώνει δούλο …   Dictionary of Greek

  • καρπιστής — emancipator masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπιστοῦ — καρπιστής emancipator masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπιστήν — καρπιστής emancipator masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπιστικός — καρπιστικός, ή, όν (Α) [καρπιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε απελευθέρωση δούλου 2. (για απόφαση) απαλλακτικός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»