-
1 καρκαρίς
καρκαρίς, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρκαρίς
-
2 καρκαρίς
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καρκαρίς
См. также в других словарях:
καρκαρίς — καρκαρίς, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) φορτίο ξύλων ή φρυγάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. τ. τού καγκανίς] … Dictionary of Greek