Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καρατομέω

См. также в других словарях:

  • καρατομήσει — καρᾱτομήσει , καρατομέω behead aor subj act 3rd sg (epic) καρᾱτομήσει , καρατομέω behead fut ind mid 2nd sg καρᾱτομήσει , καρατομέω behead fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρατομήσω — καρᾱτομήσω , καρατομέω behead aor subj act 1st sg καρᾱτομήσω , καρατομέω behead fut ind act 1st sg καρᾱτομήσω , καρατομέω behead aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρατομεῖ — καρᾱτομεῖ , καρατομέω behead pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) καρᾱτομεῖ , καρατομέω behead pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρατομοῦσιν — καρᾱτομοῦσιν , καρατομέω behead pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) καρᾱτομοῦσιν , καρατομέω behead pres ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρατομήσαντα — καρᾱτομήσαντα , καρατομέω behead aor part act neut nom/voc/acc pl καρᾱτομήσαντα , καρατομέω behead aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρατομήσεις — καρᾱτομήσεις , καρατομέω behead aor subj act 2nd sg (epic) καρᾱτομήσεις , καρατομέω behead fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακαρατομῶν — διακαρᾱτομῶν , διά καρατομέω behead pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρατομεῖν — καρᾱτομεῖν , καρατομέω behead pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρατομεῖς — καρᾱτομεῖς , καρατομέω behead pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρατομεῖσθαι — καρᾱτομεῖσθαι , καρατομέω behead pres inf mp (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρατομεῖται — καρᾱτομεῖται , καρατομέω behead pres ind mp 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»