-
1 καρίεντο
-
2 καριεντο
Arph. в произнош. скифа = χαρίεν -
3 καρίεντο
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρίεντο
См. также в других словарях:
καρίεντο — (Α) σκωπτικός βαρβαρισμός στον Αριστοφ., αντί χαρίεν («ὡς καρίεντό σοι τὸ τυγάτριον», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek