-
1 καριεντο
Arph. в произнош. скифа = χαρίεν
См. также в других словарях:
καρίεντο — (Α) σκωπτικός βαρβαρισμός στον Αριστοφ., αντί χαρίεν («ὡς καρίεντό σοι τὸ τυγάτριον», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
1 καριεντο
καρίεντο — (Α) σκωπτικός βαρβαρισμός στον Αριστοφ., αντί χαρίεν («ὡς καρίεντό σοι τὸ τυγάτριον», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek