Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καπρ-ών

См. также в других словарях:

  • κανίδιον — κανίδιον, τὸ (Α) πάπ. 1. μικρό καλάθι, κάνιστρο 2. δοχείο που χρησιμοποιούσαν και ως μέτρο χωρητικότητας στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. καπρ ίδιον, χοιρ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • φλύκταινα — η, ΝΜΑ ιατρ. πρωτογενής στοιχειώδης βλάβη τού δέρματος, φυσαλλίδα που περιέχει πύον, κν. φουσκάλα νεοελλ. 1. (μεταλργ.) εξόγκωση στην επιφάνεια τών μετάλλων που οφείλεται σε διάρρηξη ή ανύψωση προκαλούμενη από αέρια, τα οποία παρέμειναν πολύ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»