Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καπνο-δόκη

См. также в других словарях:

  • λιτροδόκη — λιτροδόκη, ἡ (Α) κιβώτιο όπου φυλάσσονταν λίτρες («λίτρα, τὴν νομισματοδόκην καλοῡσι τὴν αυτὴν δὲ καὶ λιτροδόκην καλοῡσι», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίτρα + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόκη σιτο δόκη] …   Dictionary of Greek

  • πολοδόκη — η, Ν σιδερένια πλάκα στην οποία προσαρμόζεται άξονας βαριού αντικειμένου που περιστρέφεται οριζόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλος + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόκη, νηο δόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • οψοδόκη — ὀψοδόκη, ἡ (Α) η οψοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόκη] …   Dictionary of Greek

  • πηδοδόκη — η, Ν ναυτ. οπή τού ποδοστήματος, από την οποία διέρχεται ο κορμός τού πηδαλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηδόν + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • νηοδόκη — και νηοδόχη, η μικρό τεχνητό λιμάνι στην είσοδο τού κύριου λιμένα, για προσωρινή παραμονή πλοίου και, μερικές φορές, για φορτοεκφόρτωσή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + δόκη / δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη, λογχο δόκη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»