Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κανίδιον

См. также в других словарях:

  • κανίδιον — κανίδιον, τὸ (Α) πάπ. 1. μικρό καλάθι, κάνιστρο 2. δοχείο που χρησιμοποιούσαν και ως μέτρο χωρητικότητας στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. καπρ ίδιον, χοιρ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • κανίδιον — little basket neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανιδίου — κανίδιον little basket neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανιδίῳ — κανίδιον little basket neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»