Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κανονωτός

См. также в других словарях:

  • κανονωτός — κανονωτός, ή, όν (AM) μσν. ο κατασκευασμένος έτσι ώστε να είναι ευθύς ή ομαλός αρχ. ο εφοδιασμένος με κανόνα, με εγκάρσιο ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανών, όνος + κατάλ. ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, οδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • κανονωτούς — κανονωτός furnished with cross bars masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονωτόν — κανονωτός furnished with cross bars masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»