-
1 κανονισμοί
κανονισμόςthe frieze: masc nom /voc pl -
2 κανών
κανών, - όνοςGrammatical information: m.Meaning: `straight rod, bar, stave or grip to handle the shield, directive, rule, model etc.' (Il.).Dialectal forms: Myc. konon-ipi \/ konon-iphi\/Derivatives: Diminut. κανόνιον (Ph. Bel., Hero); κανονίς `ruler, frame etc.' (Arist., Ph. Bel.); κανονίης m. `straight man, like a rod' (Hp. Aër. 24); κανονικός `belonging to the κανών' (hell.); κανονωτός `provided with κανόνες' (pap.). Denomin. verb κανονίζω `measure, decide' (Arist.) with κανονισμοί pl. (Man.), κανόνισμα (AP), κανονιστικός (Choerob.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Mostly connected with κάννα as *`reed-stave', but perh. the word is unrelated; on the formation Chantraine Formation 160ff. The variation α\/ο shows that it is a Pre-Greek word. The Semitic etymology by Lewy Fremdw. 133 (Hebr. qānoeh `measuring reed, balance') is not to be preferred. - On the history of κανών s. H. Oppel Κανών. 1937 (Philol. Suppl. 30: 4); also v. Fritz AmJPhil. 60, 112ff.; L. Wenger Canon in den römischen Rechtsquellen und in den Papyri. 1942 (WienAkSb. 220: 2); and Dölger ByzZ 42, 282ff.Page in Frisk: 1,780Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κανών
См. также в других словарях:
κανονισμοί — κανονισμός the frieze masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
Μπόσκο, Τζοβάνι — (Giovanni Bosco, Καστελνουόβο ντ’ Άστι 1815 – Τορίνο 1888). Άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, παιδαγωγός και ιδρυτής της αδελφότητας των Σαλεσιανών. Το 1841 χειροτονήθηκε ιερέας και απέκτησε παιδαγωγική εμπειρία στο μικρό Ορατόριο για τα φτωχά… … Dictionary of Greek
Οξφόρδη — (Oxford). Πόλη (98 521 κάτ.) της Μεγάλης Βρετανίας στη νότια Αγγλία, πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας (2.608 τ. χλμ., 578 900 κάτ.). Βρίσκεται στη συμβολή του Τσέργουελ με τον άνω ρου του Τάμεση (Άιζις, στην καρδιά της περιοχής που εκτείνεται… … Dictionary of Greek
АФОН — [Св. Гора; греч. ̀ρδβλθυοτεΑθως, ̀λδβλθυοτεΑγιον ̀ρδβλθυοτεΟρος], крупнейшее в мире средоточие правосл. монашества, расположенное в Греции на п ове Айон Орос (Св. Гора, Афонский п ов). Находится под церковной юрисдикцией К польского Патриархата.… … Православная энциклопедия
Константинопольская православная церковь — Константинопольская Церковь греч. Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως тур. Rum Ortodoks Patrikhanesi … Википедия
Константинопольская Православная Церковь — Константинопольская Православная Церковь; Константинопольский Патриархат (греч. Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως; тур. Rum Ortodoks Patrikhanesi) первая в диптихе автокефальная православная Церковь. В греческой литературе часто… … Википедия
Константинопольская церковь — Константинопольская Православная Церковь; Константинопольский Патриархат (греч. Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως; тур. Rum Ortodoks Patrikhanesi) первая в диптихе автокефальная православная Церковь. В греческой литературе часто… … Википедия
Константинопольский Патриархат — Константинопольская Православная Церковь; Константинопольский Патриархат (греч. Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως; тур. Rum Ortodoks Patrikhanesi) первая в диптихе автокефальная православная Церковь. В греческой литературе часто… … Википедия
Константинопольский патриархат — Константинопольская Православная Церковь; Константинопольский Патриархат (греч. Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως; тур. Rum Ortodoks Patrikhanesi) первая в диптихе автокефальная православная Церковь. В греческой литературе часто… … Википедия