-
1 κανδυταλις
-
2 κανδύταλις
κανδύταλις, ιδος, ὁ, ein Kleiderschrank eine Lade zu Kleidern, Diphil. bei Poll. 10, 147, von κάνδυς, also ein persisches Wort.
-
3 κανδύταλις
A clothes-press, Maced. word in Diph.40, Men.82: [full] κανδύλη or [full] κανδυτάνη, Hsch.: pl. [full] κανδύτανες prob. in Ael.NA17.17, cf. Poll.7.79, Phot. (who also explains it as a kind of fish, or = αἰδοῖον).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κανδύταλις
-
4 κανδύταλις
κανδύταλις, ιδος, ὁ, u. κανδυτάλη, ἡ, ein Kleiderschrank, eine Lade zu Kleidern -
5 κανδοφόρους
κανδοφόρους· μελανειμοῦντας, Hsch. [full] κανδόχα· κήλη ([dialect] Lacon.), Id.; cf. καναδόκα. [full] κανδύλη,A v. κανδύταλις. [full] κάνδυλος, v. κάνδαυλος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κανδοφόρους
См. также в других словарях:
κανδύταλις — κανδύταλις, ιδος, ὁ (Α) κανδυτάνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τών κανδυτάνη*, κανδύλη και πιθ. προϊόν συμφυρμού τους] … Dictionary of Greek
κανδυτάνη — κανδυτάνη, ἡ (Α) ερμάρι για φύλαξη ρούχων, ιματιοθήκη, ντουλάπα, αλλ. κανδύλη, κανδύταλις. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. που ο αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν περσικής προελεύσεως και συνέδεαν με το κάνδυς*] … Dictionary of Greek