Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καμήλειος

См. также в других словарях:

  • καμήλειος — καμήλειος, α, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμήλα ή προέρχεται από αυτήν, καμηλήσιος («καμήλεια [ενν. κρέατα] ἐσθίειν», Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + κατάλ. ειος (πρβλ. βουβάλ ειος, δελφίν ειος)] …   Dictionary of Greek

  • καμήλειος — of a camel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμηλείων — καμήλειος of a camel fem gen pl καμήλειος of a camel masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμήλειον — καμήλειος of a camel masc acc sg καμήλειος of a camel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμηλείους — καμήλειος of a camel masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμήλεια — καμήλειος of a camel neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»