-
1 καμήλειος
καμήλειοςof a camel: masc nom sg -
2 καμήλειος
A of a camel: καμήλεια (sc. κρέα) camel's flesh, Porph.Abst.1.14 fin., cf. Gal.8.183;κ. οὖρον PHolm. 15.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμήλειος
-
3 καμηλείων
καμήλειοςof a camel: fem gen plκαμήλειοςof a camel: masc /neut gen pl -
4 καμήλειον
καμήλειοςof a camel: masc acc sgκαμήλειοςof a camel: neut nom /voc /acc sg -
5 καμηλείους
καμήλειοςof a camel: masc acc pl -
6 καμήλεια
καμήλειοςof a camel: neut nom /voc /acc pl -
7 κάμηλος
Grammatical information: m. f.Meaning: `camel' (Hdt., A., Ar.).Compounds: As 1. member e. g. in καμηλο-πάρδαλις f. `giraffe' (Agatharch., LXX; Strömberg Wortstudien 12); also in καμηλάτης for *καμηλ-ελάτης `camel-driver' with καμηλ-άσιον `camel-driver's wages' (pap.), - ασία `camel-driving' ( Dig.).Derivatives: Diminut. καμήλιον; adj. καμήλειος, καμηλικός `belonging to a camel', καμηλώδης `camel-like' (Gal.); subst. καμηλίτης (Arist.), καμηλάριος `camel-driver'; καμηλών `camel-stable; verb καμηλίζω `resemble a camel' (Hld.).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.Etymology: From Semitic (orig. Babylonian?; Grimme Glotta 14, 17); cf. Hebr. gāmāl (= γαμάλ ἡ κάμηλος παρὰ Χαλδαίοις H.), with (Ionic?) development of ᾱ to η in - ηλος; cf. noch Γαυγάμηλα = καμήλου οἶκος Str. 16, 1, 3 (Kretschmer KZ 31, 287). - From κάμηλος come Skt. kramela- (after krámate `stride') and Lat. camēlus and the Europaean forms.Page in Frisk: 1,771-772Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάμηλος
См. также в других словарях:
καμήλειος — καμήλειος, α, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμήλα ή προέρχεται από αυτήν, καμηλήσιος («καμήλεια [ενν. κρέατα] ἐσθίειν», Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + κατάλ. ειος (πρβλ. βουβάλ ειος, δελφίν ειος)] … Dictionary of Greek
καμήλειος — of a camel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμηλείων — καμήλειος of a camel fem gen pl καμήλειος of a camel masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμήλειον — καμήλειος of a camel masc acc sg καμήλειος of a camel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμηλείους — καμήλειος of a camel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμήλεια — καμήλειος of a camel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… … Dictionary of Greek