-
1 καμήλεια
καμήλειοςof a camel: neut nom /voc /acc pl -
2 καμήλειος
A of a camel: καμήλεια (sc. κρέα) camel's flesh, Porph.Abst.1.14 fin., cf. Gal.8.183;κ. οὖρον PHolm. 15.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμήλειος
См. также в других словарях:
καμήλεια — καμήλειος of a camel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμήλειος — καμήλειος, α, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμήλα ή προέρχεται από αυτήν, καμηλήσιος («καμήλεια [ενν. κρέατα] ἐσθίειν», Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + κατάλ. ειος (πρβλ. βουβάλ ειος, δελφίν ειος)] … Dictionary of Greek